• Η πλειονότητα των κατοίκων του χωριού Λάγγα, το οποίο βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του όρους Σαρακίνα, ήταν Βούλγαροι. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 16)
  • Οι Βούλγαροι ανέβαιναν από τις κοιλάδες του Αξιού και του Εριγώνα, για να φτάσουν στα ψηλά βοσκοτόπια του Βιτσίου. Περπατώντας μισή ώρα από τη μέση ζώνη του όρους Βίτσι συναντάμε τη διάβαση ενός ποταμού, που οι Βούλγαροι τον αποκαλούν Βαρδάρη του Σαριγούλ ή της Κίτρινης Λίμνης, για να τον διακρίνουν από τον Βαρδάρη-Αξιό, προς τον οποίο ρέει. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 17)
  • Στη Δερρίοπο κατοικούσαν σκληροτράχηλοι και αγροίκοι Βούλγαροι. Πρόκειται για 130 οικογένειες περίπου. Μετά από μία ώρα πεζοπορία, γύρω από ένα ψηλό βουνό, βρεθήκαμε στο κεφαλοχώρι του Μαχαλά, το οποίο αριθμεί 150 βουλγαρόφωνες οικογένειες, τουρκικές και χριστιανικές. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 18)

  • Οι Βούλγαροι χριστιανοί που ζούσαν στο χωριό Δεβόλη είχαν ως βασική πηγή πλούτου τα κοπάδια τους. Πουλώντας ένα μέρος από το βούτυρο, το τυρί και τα δέρματα που αυτά τους έδιναν, εξασφάλιζαν τα αναγκαία ποσά για την εξόφληση των φόρων τους και την προμήθεια ελάχιστων ειδών που εισάγονταν από ξένες χώρες και τους ήταν απαραίτητα για τις ανάγκες τους. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ.42)
  • Πάνω από τη Σλίβενη βρισκόταν ένα ωραίο μοναστήρι, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, προστάτη των Βουλγάρων, οι οποίοι πάντοτε τον απεικονίζουν στις εκκλησίες τους με την στολή πολεμιστή, έφιππου και οπλισμένου από την κορυφή έως τα νύχια. Με αυτή την εξάρτυση απεικονίζουν σχεδόν όλους τους αγίους, όποια και αν ήταν η ιδιότητά τους κατά το πέρασμά τους στη ζωή. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 27)
  • Οι χριστιανοί Βούλγαροι της Ζελεγκόσδης, καταπιεσμένοι από τους Τούρκους σχετικά με το ζήτημα της άσκησης των θρησκευτικών τους καθηκόντων μετακινήθηκαν από τον συνοικισμό. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 27)
  • Οι Βούλγαροι ήταν εκείνοι οι οποίοι ίσως να σχημάτισαν την επωνυμία «Αχρίδα» της ομώνυμης περιοχής από τη λέξη “Άκρη” που σημαίνει ύψωμα, μια λέξη των ελληνικών που μιλούσαν την εποχή του Ιουστινιανού. H επωνυμία αυτή συμπίπτει απόλυτα με την τοποθεσία της πόλης. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ.50)
  • Ο Βούλγαρος της Μακεδονίας σέρνει το άροτρό του και φορά πουκάμισο, γιλέκο και μια φαρδιά βράκα στολισμένη με κεντήματα από μαλλί σε διάφορα χρώματα. Την κατασκευή του ρουχισμού αναλαμβάνουν οι γυναίκες κάθε οικογένειας. Για τα υποδήματά τους μπορούν να χρησιμοποιούν μόνο το μαύρο χρώμα καθώς τα λαμπερά χρώματα επιτρέπονται μόνο στον Τούρκο κατακτητή.(Cousinery, τομ.Ι, σ.15)
  • Η αρχαία Χαλάστρα κατοικούνταν εξ’ ολοκλήρου από ελληνικό στοιχείο παρά την κυριαρχία των Βουλγάρων που είχαν κατακλύσει τη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως αγρότες και αλιείς. Πωλούσαν τα προϊόντα τους στη Θεσσαλονίκη. (Cousinery,τομ.Ι,σ. 61-62)
  • Οι Βούλγαροι ονόμασαν την πόλη Βοδενά λόγω των πλουσίων υδάτων της περιοχής. Ο Κάρανος ονόμασε την πόλη Αιγές από ένα κοπάδι εριφίων που μπήκε μια μέρα στην πόλη. Από τότε και μέχρι το βασιλιά Αρχέλαο Α’ στα νομίσματα της πόλης απεικονιζόταν η αίγα, ζώο το οποίο είναι αφιερωμένο στο Δία. (Cousinery, τομ.Ι, σ. 75)
  • Ο επίσκοπος Καμπανίας άλλοτε διέμενε στο Καψοχώρι, άλλο ένα ελληνικό χωριό, το οποίο χωροθετείται ανάμεσα στο Καρασμάκ ή Μαυρονέρι και στο Ιντζέκαρα ή στην Βιστρίτζα, σε ένα δασώδες τμήμα των πεδιάδων, γύρω από τις οποίες υπάρχουν και κάποια άλλα ελληνικά χωριά.Ο υπόλοιπος πληθυσμός αυτών των πεδιάδων της Κάτω Μακεδονίας αποτελείται απο τους Βούλγαρους καλλιεργητές των τουρκικών τσιφλικιών, τα οποία είναι διασκορπισμένα σε αυτήν.(Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.259)
  • Τους Τούρκους του Παλαιόκαστρου τους θεωρούσαν Βούλγαρους αρνησίθρησκους.(Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.270)
  • Η Νάουσα είναι μια ελληνική πόλη, οι Βούλγαροι δεν εξασφάλισαν την κατοχή της οροσειράς του Ολύμπου στο νότιο άκρο των Βοδενών.(Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.284)
  • Η Μονή Ζωγράφου είναι ένα μοναστήρι Σέρβων και Βούλγαρων. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.121)
  • Στην έξοδο της χαράδρας βρίσκεται το Khaivat στα δεξιά και τα Λαϊνά στα αριστερά. Τα Λαϊνά είναι πολύ μικρά, αλλά το Khaivat περιλαμβάνει μια μεγάλη εκκλησία και 300 σπίτια, κατοικημένα από βούλγαρους χριστιανούς, λαός που κατοικούσε, με εξαίρεση δύο ή τρία μεγάλα ελληνικά χωριά, στην παραθαλάσσια πεδιάδα της Κάτω Μακεδονίας. Λίγες μόνο γυναίκες στα βουλγαρικά χωριά μπορούν να μιλήσουν την Ελληνική.Τα σπίτια στο Khaivat, όπως και όλων των Βουλγάρων γενικότερα, είναι όμορφα και άνετα με σοβατισμένους τοίχους και πατώματα, επικαλυμμένα με ένα κίτρινο ασβέστη που πλαισιώνει, επίσης, το εξωτερικό της θύρας. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 234)
  • Πάνω στο γεφύρι[της Στρούγκας], σε μια διπλή σειρά παραπηγμάτων, οι Βούλγαροι πουλούν στα καραβάνια φρέσκα ή παστωμένα ψάρια. Αλβανοί φορτώνουν στα αλογάκια τους σάκους με χέλια και πέστροφες που σπαρταρούν. Θα φτάσουν στην αγορά του Ελβασάν ύστερα από δύο μέρες πορείας κάτω από τον καυτερό ήλιο!
    (Berard, σ.145)
  • Οι Βούλγαροι δεν έχουν παρά λίγες εμπορικές επιχειρήσεις. Ο μόνος άνθρωπός τους που έχει πλουτίσει είναι κάποιος Ντιμήτρη Ράντεφ (περισσότερο γνωστός σαν Ντίμκο). (Walker,σ. 77)
  • Οι Βούλγαροι δεν παραδέχονται ότι υπάρχουν Σέρβοι, ακόμα και Έλληνες, στην Μακεδονία. Κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο μιλούν για αυτή την περιοχή, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η Μακεδονία δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από ένα αδιαμφισβήτητο τμήμα της ηγεμονίας τους. Οι ίδιοι οι Μακεδόνες κάτοικοι-εκτός από εκείνους του νότου, των οποίων η Μακεδονική ταυτότητα δεν έχει ποτέ αμφισβητηθεί- δύσκολα μπορούν να πουν ότι έχουν εθνική ψυχή ή για αυτό το θέμα καθόλου ψυχή. Αν πιαστούν νέοι από τη Βουλγαρική προπαγάνδα και ανατραφούν στα σχολεία τους, αυτοί θα έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι είναι Βούλγαροι. Αν οι Σέρβοι ενεργήσουν πρώτοι, αυτοί γίνονται Σέρβοι. Νικητής είναι όποιος διαθέτει ταχύτητα και τα μεγαλύτερα οικονομικά μέσα. (Abbott,σ. 80-81)