• Στο μεγάλο δρόμο βρίσκουμε μόνο το παζάρι, μέσα σε αρδευμένα περιβόλια και λιβάδια. Το παζάρι φαίνεται εντελώς καινούριο με τα λιθόχτιστα μαγαζιά του, τα θολωτά του παράθυρα και τα παντζούρια του από λαμαρίνα. Τις παλιές παράγκες τις εξαφάνισε η πυρκαγιά του 1881 και η πυρκαγιά του 1883. Το παζάρι της Αχρίδας που έχει καεί δύο φορές, είναι χριστιανικό. Μπορείς βέβαια να βρεις ακόμη αρκετές ισλαμικές γωνιές. Κάτω από ένα θεόρατο πλατάνι χοτζάδες με άσπρο τουρμπάνι φουμάρουν το ναργιλέ. Δύο μαγαζιά είναι γεμάτα παλιά όπλα, τουφέκια ασημοπλούμιστα και πιστόλια με πυριτόλιθο. Μπαρμπέρηδες κουρεύουν στην ύπαιθρο με τη συνηθισμένη τους πολυτέλεια της λεκάνης από επασημωμένο χαλκό και της κόκκινης πετσέτας. Και ρολογάδες, λαός ολόκληρος από ρολογάδες! Οι γέροι Τούρκοι περνούν τον καιρό τους ρυθμίζοντας και σπάζοντας το ρολόι τους. Τόσο μεγάλος είναι ο φόβος τους μήπως χάσουν την ώρα της προσευχής, της μοναδικής τους ενασχόλησης! Τα περισσότερα μαγαζιά όμως αναγγέλλουν τον πολιτισμό. Πετρέλαια και ντενεκέδες, σιδερένια σκεύη της Ευρώπης, υφάσματα με εγγλέζικη μάρκα. Στην άκρη του παζαριού, στρίβοντας σ’ ένα σοκάκι κάθετο στο δρόμο, μπαίνεις στην ψαραγορά, ένα οχετό από μυρωδιές και τρίμματα που φέρνουν ναυτία και στον οποίο αναρίθμητοι σκύλοι προσπαθούν να επιβάλουν κάποια καθαριότητα. Η πείνα τους δεν επαρκεί, για να καλύψει τις απαιτήσεις της οδονομίας. (Berard, σ.149-150)