• Το Λιβάδι είναι μια βλάχικη αποικία της αρχαίας εποχής και συχνά από τότε λέγεται βλαχο-Λίβαδο. Τα υπόλοιπα βλαχοχώρια σε αυτήν την γειτονιά είναι το Κοκκινοπλό, στη μεριά του Ολύμπου, τρεις ώρες απόσταση από εκεί προς την Τσαρίτσενα, τα Φτερά στην ίδια απόσταση προς την Κατερίνη και το Νεοχώρι ανάμεσα στα Σέρβια και το Λιβάδι σε μια υψηλή τοποθεσία στο βουνό, μια ώρα στα αριστερά του δρόμου από όπου ήρθαμε.Το Κοκκινοπλό έχει περίπου 200 σπίτια, τα Φτερά 100, και το Νεοχώριο 20 ή 30. Κοντά στα Φτερά λέγεται ότι υπήρχε ένα αρχαίο λατομείο. Αυτά τα χωριά ζουν κυρίως με την παραγωγή χοντρών μάλλινων ρούχων που λέγονται σκουτί, από τα οποία φτιάχνονται τα πανωφόρια που ονομάζονται κάππαις, στα ιταλικά κάπα, χρησιμοποιούνται εκτεταμένως στην Ελλάδα και στην Αδριατική.Το ένδυμα είναι δύο ειδών,μαύρο και άσπρο, και εσωτερικά είναι μαλλιαρό. Αποστέλεται στη Βενετία και στην Τεργέστη σε κομμάτια που λέγονται ξύλα.Οι Καλαρυτιώτες, οι οποίοι κατασκευάζουν το ίδιο είδος ενδύματος στα ίδια τους τα βουνά και των οποίων οι έμποροι κατοικούν στην Αδριατική συνηθίζουν να αγοράζουν αυτά που κατασκευάζουν οι Λιβαδιώτες και το στέλουν σε έναν έμπορο, κυρίως έναν Ενετό, στη Θεσσαλονίκη, που το στέλνει σε Καλαρυτιώτη έμπορο στην Αδριατική που χρεώνει δυόμιση πιάστρες το φόρτωμα 140 ξύλων ως αποστολή. Οι Λιβαδιώτες κάνουν ετησίως από 150 έως 200 φορτώματα. Καλλιεργούν λίγο καλαμπόκι επειδή διαθέτουν αφθονία από πρόβατα, κατσίκια, άλογα και μουλάρια. Όπως οι Καλαρυτιώτες είναι υπερήφανη για τον εξαιρετικό αέρα και το νερό της πόλης τους και είναι τόσο καλοί για το τελευταίο που κάποιες φορές κάνουν μέχρι και τρεις ώρες προκειμένου να προμηθευτούν το πιο εκλεκτό. Η λίμνη της Καστοριάς τους προμηθεύει με ψάρια προς 25 με 30 παράδες την οκά, προτιμότερα από τα ψάρια της θάλασσας που πουλιούνται στη Θεσσαλονίκη προς 45. Από την άλλη, το ψύχος είναι τόσο δριμύ το χειμώνα, ώστε οι κάτοικοι ορισμένες φορές αποκλείονται στα σπίτια τους από το χιόνι για αρκετές ημέρες και εξαναγκάζονται να πίνουν λιωμένο χιόνι καθώς δεν είναι δυνατή η πρόσβαση στα πηγάδια και στις πηγές τους. Υπάρχει τώρα ένας μεγάλος παγετός, και μας φάνηκε πολύ δύσκολο να σύρουμε τα φορτωμένα άλογά μας στους απότομους και ολισθηρούς δρόμους. Η θέα του Ολύμπου από εκεί είναι μαγευτική. Αλλά το πιο ψηλό σημείο, η ευθεία απόσταση είναι δέκα ή δώδεκα μίλια, δεν φαίνεται, και ο ίδιος αριθμός ωρών απαιτείται ακόμα και το καλοκαίρι για να το προσεγγίσεις. Η πορεία περνάει από το Κοκκινοπλό που βρίσκεται σε γκρεμό, λίγο πάνω από την πεδιάδα. Η πόλη πληρώνει 200 βαλάντια σε συνεισφορές. Ο οικοδεσπότης μου, ένας από τους αρχιεπισκόπους, έχει ήδη εκταμιεύσει 800 γρόσια αυτό το χρόνο και περιμένει και περαιτέρω ζήτηση. Έξω από την πόλη βρίσκεται ένα μνημείο ενός Αλβανού οπλαρχηγού, που σκοτώθηκε σε μάχη έναντι των κλεφτών του Ολύμπου πριν τριάντα χρόνια περίπου. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.335-6)