• Οι Βούλγαροι κατάφεραν επιτέλους να ανεξαρτητοποιηθούν θρησκευτικά το 1871, όταν δεν αποτελούσαν ακόμη ένα έθνος, με τη βοήθεια της Ρωσίας και του μικρού πριγκιπάτου της Σερβίας. Έτσι αναγνωρίστηκε το Εξαρχάτο τους. Ο Σουλτάνος αναγνώρισε το βουλγαρικό Εξαρχάτο παρά την απόλυτη αντίδραση και αντίθεση του Οικουμενικού Πατριάρχη, για τον οποίον η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία αποτελούσε μία σχισματική εκκλησία. Αυτή η κατηγορία του σχίσματος είναι φυσικά ένα όπλο το οποίο εξυπηρετεί τα άλλα έθνη στην προπαγάνδα τους στη Μακεδονία. Μετά τη δημιουργία του Πριγκιπάτου υπήρχε στη Βουλγαρία ένα ρεύμα υποστήριξής του ενώ ως έδρα της Εξαρχίας επιλέχτηκε η Κωνσταντινούπολη αντί για τη Σόφια ή το Τύρνοβο, τις αρχαίες πρωτεύουσες. (Mantegazza, σ. 10)
  • Εξαρχάτο: Οι Βούλγαροι κατάφεραν επιτέλους να ανεξαρτητοποιηθούν θρησκευτικά το 1871, όταν δεν αποτελούσαν ακόμη ένα έθνος, με τη βοήθεια της Ρωσίας και του μικρού πριγκιπάτου της Σερβίας. Έτσι αναγνωρίστηκε το Εξαρχάτο τους. Ο Σουλτάνος αναγνώρισε το βουλγαρικό Εξαρχάτο παρά την απόλυτη αντίδραση και αντίθεση του Οικουμενικού Πατριάρχη, για τον οποίον η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία αποτελούσε μία σχισματική εκκλησία. Αυτή η κατηγορία του σχίσματος είναι φυσικά ένα όπλο το οποίο εξυπηρετεί τα άλλα έθνη στην προπαγάνδα τους στη Μακεδονία. Μετά τη δημιουργία του Πριγκιπάτου υπήρχε στη Βουλγαρία ένα ρεύμα υποστήριξής του ενώ ως έδρα της Εξαρχίας επιλέχτηκε η Κωνσταντινούπολη αντί για τη Σόφια ή το Τύρνοβο, τις αρχαίες πρωτεύουσες. (Mantegazza, σ. 10)
  • Οι Βούλγαροι κατάφεραν επιτέλους να ανεξαρτητοποιηθούν θρησκευτικά το 1871, όταν δεν αποτελούσαν ακόμη ένα έθνος, με τη βοήθεια της Ρωσίας και του μικρού πριγκιπάτου της Σερβίας. Έτσι αναγνωρίστηκε το Εξαρχάτο τους. Ο Σουλτάνος αναγνώρισε το βουλγαρικό Εξαρχάτο παρά την απόλυτη αντίδραση και αντίθεση του Οικουμενικού Πατριάρχη, για τον οποίον η Βουλγαρική Εθνική Εκκλησία αποτελούσε μία σχισματική εκκλησία. Αυτή η κατηγορία του σχίσματος είναι φυσικά ένα όπλο το οποίο εξυπηρετεί τα άλλα έθνη στην προπαγάνδα τους στη Μακεδονία. Μετά τη δημιουργία του Πριγκιπάτου υπήρχε στη Βουλγαρία ένα ρεύμα υποστήριξής του ενώ ως έδρα της Εξαρχίας επιλέχτηκε η Κωνσταντινούπολη αντί για τη Σόφια ή το Τύρνοβο, τις αρχαίες πρωτεύουσες. (Mantegazza, σ. 10)
  • Ο Βούλγαρος Έξαρχος στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Έξαρχος των Βουλγάρων άσχετα αν ήταν υπήκοοι ή όχι του Πρίγκιπα Φερδινάνδου – ο οποίος θεώρησε έξοχη την κίνηση αυτή που αποτέλεσε τη βάση για τη βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία. Ένας έξαρχος, με έδρα το Τύρνοβο ή τη Σόφια, θα έπρεπε να έχει για αυτό και μόνο το γεγονός, περιορισμένη τη δικαιοδοσία του στους Βουλγάρους του Πριγκιπάτου. Είναι το λάθος στο οποίο έπεσε η Σερβία και μία από τις αιτίες οι οποίες συνέβαλλαν στο να παραλύσει η προπαγάνδα της στη Μακεδονία. (Mantegazza,σ. 11)
  • Οι σημαντικές ιστορικές παραδόσεις ενίσχυσαν τις διεκδικήσεις των Σέρβων στα Σκόπια, που μετά το Ιπέκιο αποτέλεσαν και αυτά έδρα του Πατριαρχείου τους. Μέχρι τότε η Εκκλησία και το Κράτος ήταν αλληλένδετα και έτσι εξηγείται το ότι κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας, όταν όλα κατεδαφίστηκαν από το μουσουλμανικό φανατισμό, η ιδέα της εθνότητας ταυτιζόταν πάντα με τη θρησκευτική ιδέα. Έτσι, ώστε, πριν ακόμη γίνει σκέψη για την πολιτική ανεξαρτησία, αλλά γνωρίζοντας ότι όλα ξεκινούν από αυτή οι καταπιεσμένοι πληθυσμοί μάχονταν για τη θρησκευτική ανεξαρτησία. Η εθνική Εκκλησία είναι ένα πρώτο βήμα προς την ανεξαρτησία. Οι Βούλγαροι πολέμησαν για αιώνες για να δημιουργήσουν το δικό τους Εξαρχάτο και η αναγνώριση του Εξαρχάτου στήριξε την επαναστατική τους πολιτική. Σήμερα, η προπαγάνδα τους, όπως και εκείνη των Σέρβων, βασίζεται πάνω στη θρησκευτική προπαγάνδα. Αλλά, οι Σέρβοι έχοντας το δικό τους Πατριαρχείο στο Βελιγράδι δεν είχαν αποτελεσματική επιρροή πάνω σε όλους τους Σέρβους του Πριγκιπάτου και έτσι βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση. Η μάχη για να αυξηθούν οι Σέρβοι δεσπότες στο Ιπέκιο, την αρχαία έδρα του Πατριαρχείου, στα Σκόπια και σε άλλες πόλεις ώστε να μετριασθεί η βουλγαρική προπαγάνδα που διεξαγόταν από τον κλήρο του Εξαρχάτου διήρκησε πολλά χρόνια. (Mantegazza, σ. 154)