• Ο μεγάλος δρόμος βγαίνει μεσααπό μια σύντομη ανηφοριά της πεδιάδας του Κόσανι, που τα νερά της ανοίγουν ένα πέρασμα προς το βορρά, ενώ εμείς πηγαίνουμε στα νοτιοανατολικά. Πλευρίζοντας στρογγυλούς γήλοφους, ξανακατεβαίνουμε προς το μεγάλο κάμπο του Μοναστηρίου, που τον βλέπουμε να απλώνεται μπρος μας. Παρά την πρωινή ώρα ο βοριάς σηκώνει ήδη σύννεφα σκόνης. Φέρνουμε γύρα ένα αντέρεισμα του Περιστεριού. Στα δεξιά μας το ψηλό και φίνο γρανιτένιο βουνό τινάζεται στα ουράνια, εξίσου πολυσχιδές στην κορφή και ευέλικτο, εξίσου ογκώδεις και πλατύ στη βάση όσο και από την πλευρά της Ρέσνας, και εξίσου γυμνό. Ψηλά είναι φωλιασμένο ένα χωριό με άσπρα σπίτια, με τα δέντρα του νεκροταφείου του και με τα περιβόλια του. Στους πρόποδες αλλά ολότελα μέσα στον επίπεδο κάμπο, το Μοναστήρι ξυπνά ανάμεσα στις λεύκες και τα κυπαρίσσια.
    (Berard, σ. 175)