• Από τη Ρέσνα στο Μοναστήρι όπου βιαζόμαστε να φτάσουμε, σαράντα χιλιόμετρα σε δύο σταθμούς.
    Αφήσαμε τη Ρέσνα μέσα στο λιοπύρι του καταμεσήμερου και διασχίσαμε τη μεγάλη πεδιάδα. Γύρω μας δεν υπάρχει ούτε χορταράκι ούτε ψυχή ζώσα, ένα αχνό άσπρο σύννεφο μόνο είναι κρεμασμένο στην κορφή του Περιστεριού και από το σκέλεθρος ενός μουλαριού πετούν ψηλά δύο καράκια.
    Ο δρόμος διασχίζει τους ανατολικούς λόφους λίγο βορειότερα του Περιστεριού. Ανεβαίνουμε άνετα την πλαγιά, αν και αρκετά γρήγορα. Ένας σταθμός χωροφυλακής φρουρεί τον αυχένα και, ώσπου να διαβάσουν τα διαβατήριά μας, αναγκαζόμαστε να προβούμε σε μακρά ενατένιση του γύρω τόπου. Πίσω μας η πεδιάδα της Ρέσνας όπου έχει σηκωθεί βοριάς, δεν είναι παρά ομίχλη από κίτρινη σκόνη. Τη θέα της λίμνης της Πρέσπας μας την κρύβει ο ορεινός όγκος του Περιστεριού. Μπροστά μας, πολύ μακριά όμως, μια άλλη κίτρινη ομίχληδηλώνει τον κάμπο του Μοναστηρίου, που τον σκουπίζει ο ίδιος βοριάς. Μέχρι να φτάσουμε όμως ως εκεί, η κατωφέρεια που πρέπει να κατεβούμε, είναι ογκώδης, πλάτους είκοσι χιλιομέτρων περίπου σε νοητή ευθεία και σχηματίζεται από ένα χάος λόφων, φαραγγιών, ξεροπόταμων, και μικρών εσωτερικών πεδιάδων – ένα θλιβερό χάος χωρίς μεγαλείο στις ανωμαλίες του, χωρίς χρώμα στις ανασκάψεις του εδάφους. Λόφοι, πεδιάδες και ρουμάνια, όλα στρογγυλεμένα και υποτονικά, με φτωχά περιγράμματα και γύμνια. Ο ήλιος που γέρνει, απλώνει πάνω στην ερημιά αυτή την πολυσχιδή και ευλύγιστη σκιά του Περιστεριού.
    Στα βάθη των φαραγγιών καιτ ων πεδιάδων βρίσκονται μερικά χωριουδάκια και κάποιες καλλιέργιες. Από μακριά όμως και σε πρώτη ματιά δεν ξεχωρίζουν καθόλου. Η δουλεμένη γη δε διακρίνεται από το χέρσο έδαφος ούτε τα λασποκαλύβια από την κιτρινωπή γη. Στα μισά της κατάβασής μας σταθήκαμε για τη νύχτα στο μεγαλύτερο από τα χωριά αυτά, το Κοσάνι.
    (Berard, σ.170-171)