Παλαιό Όνομα :Μπίτολα

 


















Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Είχαμε την τύχη να μπούμε στο Μοναστήρι [Το Μοναστήρι (Βιτώλια) χτισμένο στους πρόποδες του Βαρνούντος (ή Περιστερίου) πρωτοαναφέρεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς ως Βουτέλιον (10ος αι.). Τα τέλη του 19ου αι. ήταν η 2η πόλη της Μακεδονίας με 40.000 κατοίκους. Αποτέλεσε μωσαϊκό ανταγωνιζόμενων λαών και κέντρο της ρουμανικής προπαγάνδας. Η ελληνική κοινότητα διατηρούσε 17 σχολέια και νοσοκομείο. Το 1912 περιήλθε στην κατοζή των Σέρβων και έκτοτε άρχισαν οι έλληνες κάτοικοί του να καταφεύγουν στην Ελλάδα.] σε μέρα παζαριού. Πρέπει να μεταφερθούμε νοερά στα γεφύρια της Κωνσταντινούπολης ή, καλύτερα, στα παζάρια του Χαλεπιού και της Δαμασκού, για να ξαναδούμε τέτοιο ανακάτεμα λαών, τέτοια ποικιλοχρωμία φυλών και ενδυμασιών. Αλβανοί με άσπρες βράκες, κόκκινα σαλβάρια και φουστανέλες- οι πλουμιστές τους φέρμελες, τα πιστόλια τους, τα τουφέκια τους και οι ζώνες τους λαμποκοπούν χρυσάφι, όλοι τους από πάνω ως κάτω αστραποβολούν σαν ήλιοι. Σλάβοι κοντόσωμοι, βρώμικοι, χωμένοι σε μαλακές μπότες και τριχωτά σκουτιά και κουλουριασμένοι μέσα στο άχερο των αραμπάδων τους, γέροι Οσμανλήδες με ψηλό τουρμπάνι και μεγάλη γενειάδα, σκαρφαλωμένοι στην άκρη της ράχης των γαϊδαράκων τους. Μια ατελείωτη γραμμή από το Κόσανι ως το Μοναστήρι.
    (Berard, σ. 174)
  • Στους πρόποδες [του Περιστερίου] αλλά ολότελα μέσα στον επίπεδο κάμπο, το Μοναστήρι ξυπνά ανάμεσα στις λεύκες και τα κυπαρίσσια. Το ανθρώπινο ποτάμι που κυλούσε προς την αγορά, μοιάζει να ακινητοποιήθηκε για μια στιγμή. Τα βόδια ζεμένα στους αραμπάδες δίνουν κουτουλιές, οι Αλβανοί βρίζουν και απειλούν με το χέρι στο ρεβόλβερ, οι βουλγάρες γυναίκες φωνασκούν, σκόνη στυφή από χαλίκια και κάρβουνο, ένα κάρο αλβανών καρβουνιαραίων έχει αναποδογυριστεί και εμποδίζει το πέρασμα. Ακούγεται ξάφνου ποδοβολητό αλόγων, βουρδουλιές και καταφθάνουν
    (Berard, σ. 175)
  • Το Μοναστήρι – η Βιτώλια, όπως το λένε οι Έλληνες- κατέχει μια πολύ μεγάλη επιφάνεια στην πεδιάδα και στις δύο όχθες του Ντράγκορ. Το ποτάμι αυτό από λάσπη, ακαθαρσίες και θολά νερά, διασχίζει την πόλη απ’ τα βόρεια στα νότια ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκές αποβάθρες, έργο του προτελευταίου βαλή – όμορφες πέτρινες αποβάθρες, που δύο χρόνια μετά την κατασκευή τους χρειάστηκε να τις ενισχύσουν με παλούκια και ξύλινη φραγή, αποβάθρες ευρωπαϊκές σε τούρκικη μόδα. Μέσα στο μολυσμένο νερόπλατσουρίζουν παρέες μικρά παιδιά, τομάρια ξεραίνονται ανάμεσα σε ψόφια σκυλιά και ψόφιους γαϊδάρους. Όλες οι φυλές της πόλης υπομένουν τη σαπίλα αυτή. Το Μοναστήρι δε διαιρείται από το ποτάμι του σε ξεχωριστές συνοικίες αλλά είναι στα βόρεια οι μουσουλμάνοι, στα νότια οι χριστιανοί και στις δυο όχθες οι Εβραίοι.(Berard, σ. 183-184)
  • Το πρωί του ερχομού μας διασχίσαμε όλη τη μουσουλμανική συνοικία. Ψηλά ξύλινα παλάτια μέσα στα δέντρα, μουχαραμπιέδες, ανοιχτές στοές, κιγκλιδωτά παράθυρα, ξύλινα μπαλκόνια, στέγες που προεξέχουν – τα μουσουλμανικά σπίτια όλης της Τουρκίας.
    Το παλάτι του κυβερνήτη, το κονάκι, είναι από μόνο του μια άλλη πόλη. Πάνω στην αποβάθρα ένα περίπτερο με δύο πτέρυγες και με αναρίθμητα παράθυρα που δίνει μια μεγάλη άσπρη πρόσοψη, ασβεστωμένη με φροντίδα, ευρωπαϊκή. Ένα λούκι του τοίχου έχει γκρεμίσει λίγη απ’ την επίστρωση αυτή και από μέσα μπορούμε να δούμε τους όγκους από ξερολίθι, μοναδικό υλικό της οικοδομής αυτής.
    (Berard, σ. 183-184)
  • Στη χριστιανική συνοικία είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον Έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα με τα τζαμιά, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του Έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του Τούρκου κρυμμένο, αποτραβηγμένο, τις περισσότερες φορές χτισμένο λοξά προς το δρόμο, το μόνο ενδιαφέρον που παρουσιάζει, είναι τα ντιβάνια του, που είναι αραδιασμένα γύρω γύρω στους τοίχους και εκείνη η ιδιαίτερή του άνεση που εμάς συχνά με ξενίζει αλλά που για τον Τούρκο είναι η αληθινή άνεση. Το σπίτι του Έλληνα όλο στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στο διαβάτη! Για έναν ελληνικό εγκέφαλο, το αληθινό μέτρο των πραγμάτων είναι ο φθόνος που διεγείρουν στο γείτονα. (Berard, σ. 184-185)
  • Μουσουλμανικό στα βόρεια, στους κήπους, στις λεύκες, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια που απλώνουν τη σκιά τους πάνω σε ναργιλέδες και σε τουρμπάνια. Ελληνικό στα νότια, στα Ξενοδοχεία της Ανατολής, στους Πύργους του Άιφελ, στα μπακάλικα με τις πολύχρωμες προσόψεις, τους ντενεκέδες, τους πωλητές λαδιού, σαρδέλας και πετρέλαιου. Εβραϊκό σε μερικούς δρόμους ενός παλιού γκέτο, δρόμους σκοτεινούς, γεμάτους ασπρόρουχα, παλιοκούρελα και γυναίκες με μάτια που φανερώνουν το βίτσιο, αυτό είναι το Μοναστήρι που βλέπουμε μπρος στα μάτια μας.(Berard, σ. 184-185)
  • Όντας το Μοναστήρι πρωτεύουσα της Μακεδονίας είναι εντελώς φυσικό το ότι οι λαοί που διαφιλονικούν την περιοχή αυτή, και οι άλλοι το έχουν κάνει επίκεντρο των δολοπλοκιών τους. Η Ρωσία, η Αυστρία, η Ελλάδα και η Σερβία διατηρούν εδώ πρόξενους και η Βουλγαρία πράκτορες. Το ίδιο φυσικό είναι, που η Γαλλία δεν έχει εδώ αντιπρόσωπο. Τη φροντίδα για τα συμφέροντά μας [της Γαλλίας] την έχουμε αναθέσει στον Έλληνα πρόξενο. Μόλαταύτα, είναι βέβαιο ότι η απουσία γάλλου πρόξενου δεν εμποδίζει ούτε τους Τούρκους ούτε τους Έλληνες ούτε τους Αλβανούς ούτε τους Σέρβους ούτε τους Βούλγαρους ούτε τους Βλάχους να ελπίζουν στην υποστήριξή μας σε κάθε περίσταση και κυρίως την ημέρα του μεγάλου ξεκαθαρίσματος.
    (Berard, σ. 184-185)
  • Ανάμεσα στα μουσουλμανικά αυτά τείχη που ορθώνονται στα όρια της Μακεδονίας, το παράδειγμα του Ελβασάν χρησιμεύει, για να μας εξηγήσει γιατί, σε κάθε πόλη και χωριού του εσωτερικού, έχουμε μια συνοικία μουσουλμάνων μπέηδων και αγάδων. Ολόκληρη η ιδιοκτησία στη Μακεδονία είναι σε μουσουλμανικά χέρια. Στο βιλαέτι του Μοναστηρίου ο χάρτης πρέπει να είναι διάτρητος από μικρές ισλαμικές τρύπες στο χριστιανικό φόντο του τόπου. Το Μοναστήρι καταρχήν, ο Περλεπές, το Κίτσεβο και η Φλώρινα είναι οι κυριότεροι πόλοι έλξης…
    Το συμφέρον που ώθησε αυτούς τους πρώην χριστιανούς προς το τζαμί, τους κρατά ακόμη στο πλευρό του Τούρκου και ο δεσμός αυτός είναι ισχυρότερος από τις μεγάλες και ωραίες θεωρίες περί φυλών και εθνοτήτων.
    (Berard, σ. 210)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Εκθέσεις για τον πληθυσμό του βιλαετίου του Μοναστηρίου:

    Α)Ελληνική έκθεση

    Ελληνικές οικίες: 2156

    Βουλγαρικές οικίες: 529

    Μουσουλμανικές οικίες: (περίπου)2700

    Εβραϊκές οικίες: (περίπου)800

    Σύνολο 6185

    Β)Βουλγαρική έκθεση (κατά προσέγγιση)

    Ελληνικές οικίες: 1200

    Βουλγαρικές οικίες: 2100

    Μουσουλμανικές οικίες: 2400

    Εβραϊκές οικίες: 700

    Σύνολο 6400

    Γ)Τουρκική έκθεση
    Χριστιανικές οικίες (Έλληνες και Βούλγαροι) : 2224

    Τουρκικές οικίες: 2327

    Εβραϊκές οικίες: 625

    Σύνολο 5176

    (Chirol, σ. 73)

  • Οι τουρκικές εκθέσεις είναι ένα αμάλγαμα των ελληνικών και των βουλγαρικών εκθέσεων. Η κυβέρνηση κάνει τη διάκριση μεταξύ των Χριστιανών που πληρώνουν το φόρο απαλλαγής από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις και των Μουσουλμάνων που υποχρεούνται σε ενεργή στρατιωτική θητεία. Οι στατιστικές αυτές, ωστόσο, είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως σωστές, καθώς δίνουν τα ελάχιστα δυνατά πληθυσμιακά δεδομένα, εφόσον και οι δυο κοινότητες ενδιαφέρονται η μια να αποφύγει τη στρατολογία και η άλλη να απαλλαγεί από την καταβολή του φόρου εξαίρεσης από τη στράτευση. Τα θρησκευτικά πιστεύω αποτελούν τη βάση των Ελληνικών εκθέσεων, η ομιλημένη γλώσσα τη βάση των Βουλγαρικών εκθέσεων-το κάθετι επιλεγμένο από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία με σκοπό κάθε πλευρά να θεμελιώσει αίτημα πολιτικής υπεροχής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάμεσα στους δυο περισσότερο απατηλό είναι το αίτημα των Βουλγάρων. Υπάρχουν ορισμένοι Βουλγαρόφωνοι που δε συμμερίζονται τις Βουλγαρικές εθνικές επιδιώξεις ενώ ανάμεσα σε αυτούς που ομολογούν την Ελληνική πίστη πολλοί από τους Βούλγαρους, τους Βλάχους και τους Αλβανούς έχουν ήδη αποκηρύξει τα πολιτικά πιστεύω των πνευματικών ταγών τους .(Chirol, σ. 73-74)
  • Ο πληθυσμός του Μοναστηρίου-με εξαίρεση τους Εβραίους-μπορεί να χωριστεί σε τρεις σχεδόν ισάριθμες ομάδες. Το ένα τρίτο αποτελείται από Τούρκους ,το άλλο από Εξελληνισμένους Βλάχους κα Βουλγαρόφωνους και το τελευταίο από Βουλγάρους. Αλλά αν δούμε συνολικά τον πληθυσμό του βιλαετίου του Μοναστηρίου και γενικότερα της επαρχίας της Μακεδονίας-δηλαδή τα τέσσερα σαντζάκια Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης, Δράμας και Σερρών-τα ποσοστά της κάθε ομάδας θα είναι πολύ διαφορετικά. Το Μοναστήρι είναι ένα αποκομμένο φρούριο του Πανελληνισμού.(Chirol, σ. 74-75)
  • Αφού αφήσαμε πίσω μας την Κοζάνη και το Ελληνο-Βλαχικό στοιχείο όλα τα χωριά που συναντούμε τώρα στο δρόμο μας είναι είτε Τουρκικά είτε Βουλγαρικά. Όσο περισσότερο βόρεια και ανατολικά προχωρά κανείς, τόσο πιο έντονο γίνεται το Βουλγαρικό στοιχείο. Στα δυτικά τα σύνορα της Μακεδονίας είναι πολύ κοντά. Ωστόσο, ακόμα και στα βουνά που περικλείουν την περιοχή και αποτελούν προπύργια των Αλβανών το Βουλγαρικό στοιχείο απαντάται σε μεγάλο αριθμό μέχρι σχεδόν και τη λίμνη Οχρίδα.(Chirol, σ. 75)
  • Ο Ελληνικός κλήρος του Μοναστηρίου φέρει βαρύτατη ευθύνη για την καταστροφική αντιπαλότητα ανάμεσα στις εθνοτικές ομάδες, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα των μηχανορραφιών που ο ίδιος εξυφαίνει. Χρησιμοποιώντας- όχι πάντα με σωστό τρόπο- την εξουσία που του έχει εκχωρηθεί από την Τουρκική διοίκηση ως η αναγνωρισμένη κεφαλή των Χριστιανικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας, ο Έλληνας επίσκοπος έχει εργαστεί όχι τόσο για τη θεμελίωση πνεύματος ενότητας όλων των φυλών που αποτελούν το ποίμνιό του στα πλαίσια της κοινής πίστης αλλά για να προβάλλει αν όχι τις προσωπικές του φιλοδοξίες, τουλάχιστον το στενό συμφέρον της πολιτικο-εκκλησιαστικής προπαγάνδας. Η ξαφνική αφύπνιση του Βουλγαρικού έθνους και ο σχηματισμός της Βουλγαρικής Εκκλησίας υπήρξαν σκληρά μαθήματα, που κυοφορούσαν διδακτικές προειδοποιήσεις. Αλλά ο επίσκοπος δεν κατάλαβε το νόημά τους. (Chirol, σ. 77-78)
  • Μια μικρή όμορφη πόλη που βρίσκεται στους πρόποδες του στενού περάσματος που οδηγεί από τη Μακεδονία στην κεντρική Αλβανία είναι το Μοναστήρι.Στην περιοχή υπάρχουν μεγαλοπρεπή βουνά με απότομες πλαγιές ήδη καλυμμένα με χιόνια ενώ η πόλη μισοκρύβεται μέσα σε μια σμαραγδοπράσινη κοιλάδα. Αρχοντικά γεμάτα χάρη και μιναρέδες,επιβλητικοί στρατώνες και συνοικίες ολόλευκων σπιτιών περιτριγυρίζονται από βαθυπράσινες καρυδιές και ασημίζουσες λεύκες και πλούσια περιβόλια με όλους τους καρπούς του φθινοπώρου ενώ μικρά δροσερά ποταμάκια που κατεβαίνουν από τα βουνά κυλούν χαρούμενα δίπλα στα ηλιόλουστα δρομάκια της πόλης και τη γραφική αγορά.Στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης μπορεί κανείς να συναντήσει όλες τις ετερόκλητες φορεσιές της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.Ο Βούλγαρος με την ωραία κόμη και την άκομψη γκρι κάπα του με την κουκούλα, ο αδύνατος Βλάχος βοσκός που κάθεται τεμπέλικα με τη λερωμένη φουστανέλλα του,ο ορεσίβιος Αλβανός οπλισμένος με πιστόλια και μαχαίρια,ο άθλιος Ισπανο-Εβραίος,ο έξυπνος Έλληνας έμπορος με το φθαρμένο ευρωπαϊκό κοστούμι και ο Τούρκος επίσημα ντυμένος με το τουρμπάνι στο κεφάλι και το χυτό καφτάνι του.Διότι το Μοναστήρι ή τα Βιτόλια –όπως οι Χριστιανοί προτιμούν να το ονομάζουν- είναι το σημείο συνάντησης πολλών εθνοτήτων.Όπως στις περισσότερες πόλεις της Μακεδονίας,η κατάρα των πολλών γλωσσών,των πολλών φυλών και των πολλών θρησκευτικών πιστεύω έχει πέσει βαριά πάνω στο Μοναστήρι.Με πληθυσμό που δεν ξεπερνά τους 35.000 κατοίκους-ορισμένοι θεωρούν ότι έχει πληθυσμό περίπου 25.000 κατοίκους- η πόλη περιλαμβάνει περίπου μια ντουζίνα διαφορετικές κοινότητες με ξεχωριστές προσδοκίες,συμφέροντα και πάθη.Υπάρχουν Βούλγαροι που μιλούν βουλγάρικα και έχουν ασπαστεί το βουλγαρικό σχίσμα.Υπάρχουν Βούλγαροι που μιλούν βουλγάρικα και συμμερίζονται τις πολιτικές φιλοδοξίες των σχισματικών αλλά δεν έχουν απομακρυνθεί από την επιρροή του Ελληνικού Πατριαρχείου ενώ υπάρχουν και Βούλγαροι που έχουν εξελληνισθεί σε τέτοιο βαθμό,ώστε προτιμούν να μιλούν την ελληνική γλώσσα αντί για τη δική τους και ομολογούν το Ελληνικό δόγμα –θρησκευτικό και πολιτικό-αλλά ο αριθμός τους είναι μικρός και μέρα με τη μέρα μειώνεται.Έπειτα υπάρχουν Έλληνες που είναι Έλληνες μόνο κατ’όνομα.Με εξαίρεση τον αρχιεπίσκοπο και τον Έλληνα πρόξενο,είναι ζήτημα αν υπάρχει έστω μία οικογένεια που να μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει καθαρό ελληνικό αίμα.Είναι Βλάχοι.Ανάμεσά τους υπάρχει μια μεγάλη και αυξανόμενη ομάδα που μιλά τη δική της γλώσσα και όχι ελληνικά και έχει διαφορετικές εθνικές φιλοδοξίες ξέχωρα από τον Ελληνισμό.Η Μουσουλμανική κοινότητα είναι ελάχιστα πιο ομοιογενής.Υπάρχουν Αλβανοί που ακόμα προσβλέπουν στην Πύλη αλλά οι περισσότεροι θεωρούν την υποστήριξη του Σουλτάνου ως ένα μέσο που θα τους οδηγήσει στην ανεξαρτησία. (Chirol, σσ. 69-71)
  • Το Μοναστήρι σώζει τις μνήμες από την τουρκική προδοσία,γεγονός που ελάχιστα ενίσχυσε το πνεύμα αφοσίωσης των Αλβανών στην αυτοκρατορία.Το 1830-μετά τον Αγώνα Ανεξαρτησίας των Ελλήνων –ο Ρεσίντ Πασά κάλεσε στο Μοναστήρι σε επίσημο γεύμα περίπου 500 Αλβανούς μπέηδες από το βορρά και το νότο της Αλβανίας,ώστε να γιορτάσουν την αμνηστία που διεκήρυξε ο Σουλτάνος.Όταν οι επίσημοι σηκώθηκαν για να φύγουν,δυο τάγματα του τουρκικού στρατού παρατάχθηκαν, ώστε να τους αποδώσουν τιμές.Αλλά αντί για την εντολή να παρουσιάσουν τα όπλα ,ο Μεγάλος Βεζύρης τους διέταξε να αρχίσουν να πυροβολούν.Μέσα σε λίγα λεπτά το λιβάδι,το οποίο οι Αλβανοί ακόμη αποκαλούν «Το Πεδίο της Προδοσίας» είχε κοκκινίσει από το καλύτερο και ευγενέστερο αίμα της Αλβανίας. (Chirol, σσ. 71-72)
  • Οι Τούρκοι του Μοναστηρίου χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: τους «αποδημητικούς και αρπακτικούς» αξιωματούχους και τις εγκατεστημένες εργαζόμενες τάξεις: χειροτέχνες,εμπόρους, οικογενειάρχες και άλλους που αγαπούν την ειρήνη αλλά ωστόσο προορίζονται να είναι τα πρώτα θύματα κάθε πολέμου. (Chirol, σ. 72)
  • Κατόπιν παρακλήσεως του Έλληνα Αρχιεπισκόπου του Μοναστηρίου, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής κατέσχεσε όλα τα βουλγαρικά σχολικά βιβλία του βιλαετίου ενώ οι σχισματικοί ιερείς εκδιώχθηκαν από τη χώρα και μέχρι σήμερα ο βουλγαρικός εξαρχικός κλήρος ζει σχεδόν σε καθεστώς εξορίας στη Βουλγαρία και η Βουλγαρική Εκκλησία στην επαρχία αυτή είναι ακόμη ανοργάνωτη χωρίς κεφαλή και χωρίς οργανωτικούς κανονισμούς.(Chirol, σ. 78-79)
  • Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου Έλληνες ιερείς επιβλήθηκαν σε Βουλγαρικά χωριά, τα Ελληνικά σχολεία πολλαπλασιάστηκαν σε όλη την περιφέρεια και οι ζαπτιέδες επιστρατεύθηκαν, ώστε να αποσπάσουν τη συγκατάθεση των Βουλγαρόπαιδων με στόχο να «φουσκώσουν» οι Πανελλήνιες στατιστικές. Ακόμη και τα ένοπλα σώματα των ληστών τέθηκαν στην υπηρεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλλά μάταια. Παρά τις απειλές και τις πράξεις με τις οποίες αυτές οι απειλές γίνονταν πραγματικότητα, κάθε μέρα καινούριοι Βούλγαροι και καινούρια χωριά αποσκιρτούσαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και ενώνονταν με την εθνική σχισματική εκκλησία. (Chirol, σ. 79)
  • Βορειοδυτικά υπάρχουν οι ένοπλες ομάδες των Αλβανών της Δίβρας-τα μαύρα πρόβατα της φυλής τους-που διαπράττουν δολοφονίες και ληστείες αδιακρίτως εναντίον όλων των ομάδων και των τάξεων και κυριαρχούν στα βουνά σε όλη τη δυτική πλαγιά της πεδιάδας του Μοναστηρίου μέχρι το Κρίτσεβο και την άνω κοιλάδα του Μαύρου Δρίνου. Πρόκειται για δαίμονες με φανατισμό στο έγκλημα που αψηφούν ακόμη και την εξουσία της Λίγκας. Στα ανατολικά οι Βούλγαροι ληστές έχουν καταστήσει τα περάσματα της περιοχής μη ασφαλή και διαπράττουν κατά καιρούς εγκλήματα. Ωστόσο, καμία από τις ομάδες που δραστηριοποιούνται δυτικά του Βαρδάρη δεν έχει το υψηλό επίπεδο οργάνωσης και πειθαρχίας που διέπει τις ελληνικές ένοπλες ομάδες. (Chirol, σ. 86-87)
  • Στις ανώτερες όχθες του Βαρδάρη η Βουλγαρική Επανάσταση είχε ήδη αρχίσει να οργανώνεται. Είχε σε όλες τις βουλγαρικές επαρχίες επιτροπές που ασχολούνταν με την προπαγάνδα και τις ένοπλες ομάδες που έφεραν εις πέρας τις διαταγές των επιτροπών. Οι επιτροπές είχαν σχηματιστεί με σκοπό να αντιμάχονται την ελληνικότητα ενθαρρύνοντας την εθνική παιδεία και προωθώντας τα συμφέροντα του εθνικού κλήρου ενώ στρεφόταν και κατά των Μουσουλμάνων γαιοκτημόνων και είχε πάρει εναντίον τους τη μορφή τοπικής Λίγκας. Ο σκοπός των επιτροπών ήταν, θεωρητικά, να επιβάλλουν την τιμωρία όποτε κάποια πράξη καταπίεσης ή αδικίας αποδίδονταν σε κάποιο μουσουλμάνο. Ωστόσο,η πρακτική τους απείχε πολύ από τη θεωρία ενώ τελικά στόχος τους ήταν να υποδαυλίσουν αναταραχές και να προκαλέσουν αντίποινα ,ώστε να πετύχουν το ξέσπασμα του φανατισμού όπως ήταν το αντίστοιχο του 1876 που οδήγησε στην πτώση της Τουρκικής εξουσίας στη Ρωμυλία. Τα ένοπλα σώματα διοχέτευαν συνήθως τη βιαιότητα και την εκδικητικότητα τους εναντίον των αμάχων και έτσι γυναίκες, παιδιά και γέροι υπέφεραν στο όνομα παλαιών λαθών.(Chirol, σ. 88-89)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Το Μοναστήρι, πρωτεύουσα του βιλαετίου του Μοναστηρίου βρίσκεται στη μακεδονική γη, σχεδόν στο μέσον της περιοχής μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών εδαφών. Βόρεια η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Βούλγαροι, νότια είναι Έλληνες.Τα χωριά συναντώνται, διασταυρώνονται και αναμειγνύονται στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Ο λόγος , ωστόσο, που στο Μοναστήρι σημειώνονται πολλές συγκρούσεις δεν είναι επειδή οι Τούρκοι της περιοχής είναι περισσότερο κακοήθεις από ό,τι αλλού,αλλά εξαιτίας του γεγονότος πως υπάρχει μια μόνιμη διαμάχη ανάμεσα σε Έλληνες και Βουλγάρους που πολιτεύονται σύμφωνα με τη θρησκεία τους.(Frazer,σ. 205)
  • Μια ελικοειδής σιδηροδρομική γραμμή οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη στο Μοναστήρι. Υπάρχει ένα τρένο την ημέρα που κυλά νωχελικά σε μια γραφική διαδρομή. Όλοι οι μικροί σταθμοί είναι όμορφοι. Σε όλους τους σταθμούς υπάρχει κήπος ενώ σε κάθε σταθμαρχείο υπάρχουν αναρριχητικά φυτά. Υπάρχουν πολλά φρούτα που μπορεί κανείς να αγοράσει. Νεαροί πωλούν μπουκάλια με παγωμένο νερό. Τούρκοι ,Βούλγαροι και Έλληνες όλοι χαρούμενοι χαιρετούν φίλους ,βλέπουν άλλους να φεύγουν –μια ευτυχισμένη σκηνή της εξοχής. Κι όμως πρόκειται για μια αιματοβαμμένη γωνιά της Ευρώπης! (Frazer,σ. 205)
  • Το Μοναστήρι είναι μια ετερογενής πόλη 60.000 κατοίκων από τους οποίους οι 14.000 είναι Έλληνες,οι 10.000 Βούλγαροι,τέσσερις ή πέντε χιλιάδες Αλβανοί ,διακόσιοι ή τριακόσιοι Εβραίοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι. (Frazer,σ. 206)
  • Στο Μοναστήρι υπάρχει μεγάλη ποικιλία στις ενδυμασίες των κατοίκων.Είναι μια συνηθισμένη τουρκική ευρωπαϊκή πόλη ακόμη και παρά την ύπαρξη ενός κήπου όπου οι πιο πλούσιοι Τούρκοι, Έλληνες και Βούλγαροι κάθονται σε μικρά τραπέζια και πίνουν μπύρα υπό τους ήχους μια ορχήστρας εγχόρδων αποτελούμενης από κορίτσια από τη Βιέννη. (Frazer,σ. 206)
  • Στο Μοναστήρι όλοι είναι χαρούμενοι.Οι δολοφονίες είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο ,ώστε πλέον κανείς δε δίνει σημασία.Ωστόσο, παρά τη γενικότερη ευφορία ορισμένα πράγματα σε κάνουν να σκεφτείς.Ο μισός πληθυσμός αποτελείται από Τούρκους στρατιώτες οι οποίοι περιπολούν μέρα-νύχτα.Στους γειτονικούς λόφους υπάρχουν στρατόπεδα ενώ τα καραβάνια με μουλάρια φορτωμένα με καλαμπόκι που έρχονται από τους αγρούς συνοδεύονται ανά τέσσερα από έναν ένοπλο στρατιώτη. (Frazer,σ. 206)
  • Τα νέα στο Μοναστήρι διαδίδονται αλλά όλοι μένουν στις λεπτομέρειες μιας φοβερής σφαγής.Οι Βούλγαροι είναι μειονότητα και οι Έλληνες και οι Εβραίοι τους αποφεύγουν.Στα καφενεία εξυφαίνονται συνομωσίες.Ο μέσος όρος είναι ένας φόνος την ημέρα.Συχνά τα πράγματα είναι ήσυχα για μια εβδομάδα αλλά τότε σκοτώνονται μισή ντουζίνα άνδρες και διατηρείται ο μέσος όρος.Οι Έλληνες του Μοναστηρίου προειδοποίησαν τους Βουλγάρους πως για κάθε πατριαρχικό που θα δολοφονούσαν οι κομιτατζήδες στην επαρχία,αυτοί θα δολοφονούσαν δυο στην πόλη. (Frazer,σ. 206-207)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Σε απόσταση μίας ώρας από τον Περλεπέ φτάνει κάποιος σε μία μεγαλοπρεπή πεδιάδα μήκους 15 λευγών και πλάτους 3, που διατέμνεται από παχείς νομούς και είναι πολύ καλλιεργημένη. Η πεδιάδα αυτή είναι η ίδια πεδιάδα των Βιτωλίων (Μοναστηρίου), που κατοικείται από τους καλύτερους κατοίκους της Μακεδονίας. Τέσσερις ώρες μετά το Πρίλεπ διαβαίνει τον ποταμό Εριγώνα (Καρασού) μέσω μίας ξύλινης γέφυρας πλάτους 2 μέτρων και μήκους 30. Υπάρχουν δε και από τις δύο πλευρές της οδού πολλά τσιφλίκια. 28 ώρες μετά τα Σκόπια φτάνεις κανείς στο Μοναστήρι ή Βιτώλια, που βρίσκονται στο άκρο της πεδιάδας σε μία ορεινή κοιλότητα, που έχει στον κύκλο της συνεχή βουνά με χλόη, πάνω στις οποίες υψώνονται χιονοσκεπείς κορυφές της Σόα Γκόρας. Το ρυάκι Δραόρι ρέει από τα ανατολικά προς τα δυτικά προς ανατολικά και χύνεται προς τον ποταμό Καρασού. Χωρίζει δε την πόλη σε δύο μέρη, που συνδέονται με ξύλινες γέφυρες, γύρω από τις οποίες υπάρχουν εργαστήρια και εμπορικά καταστήματα. Τα Βιτώλια πριν από 40 χρόνια ήταν μια γνωστή πολίχνη, σήμερα δε είναι μία πόλη που έχει 45 χιλιάδες κατοίκους, για τις ανάγκες των οποίων αρκούν 40 χάνια, τα ευρωπαϊκά ξενοδοχεία, τα μαγειρεία, τα ζυθοπωλεία και τα δημόσια λουτρά. Η ίδια αυτή πόλη είναι ο γενικός σταθμός ενός εκ των 5 στρατιωτικών σωμάτων (ορδές) της Τουρκίας και η έδρα μουσίρη (στρατάρχη). Έχει στρατιωτικό σχολείο, τηλεγραφικό σταθμό και ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο.
    Τα Βιτώλια αντιστοιχούν προς την αρχαία Ηράκλεια των Λυγκηστών, της οποίας η θέση ορίστηκε ακριβώς από τον Heuzey από τα ερείπια, που βρίσκονται 2 χιλιόμετρα νοτίως της σημερινής πόλης, στην αρχή των υπωρειών του βουνού, προς την διεύθυνση της κώμης Μπούκοβας.
    Από τα Βιτώλια ώς το Ελβασάν και το Δυρράχιο υπάρχει οδός διά της Αχρίδας.
    Από τα Βιτώλια στο Μέτσοβο και τα Ιωάννινα υπάρχει ταχυδρομική οδός.
    Τα Βιτώλια απέχουν 7 ώρες από τη Φλώρινα.
    Τα Βιτώλια απέχουν από την Καστοριά 8 ώρες. (Ιsambert,τόμ.Ι, σ.34-35-36)
  • Η οδός από τα Βιτώλια διέρχεται τις υπώρειες του όρους Σόα Γκόρα και μετά από 6 ώρες φτάνει στη Φλώρινα. ( Isambert,τόμ.Ι, σ.38)
  • Οι σύγχρονες πορείες μέσα από βουνά που διαχώριζαν τον Λύγκο από την Εορδαία, ήταν από το Τιλμπελί στην Όσλοβα, προς τα ανατολικά και από την Μπάνιτσα στο Όστροβο προς τα δυτικά. Η πρώτη είναι στην συνήθη πορεία από τα Μπιτόλια στα Βοδενά και η τελευταία από την Φλώρινα προς το ίδιο μέρος. Παρόλο που η Φλώρινα είναι πιο κοντά από ότι τα Μπιτόλια στην πλευρά της Ηράκλειας, θεωρούμε ότι η Εγνατία Οδός διασχίζεται από την πρώτη πορεία, καθώς κατεβαίνει στις εορδαϊκές κοιλάδες πιο κοντά στην τοποθεσία της Έδεσσας.(Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 317 – 318)
  • Το όνομα Πελαγονία υπάρχει ακόμα ως ονομασία της ελληνικής επισκοπής, της οποίας η έδρα είναι τα Μπιτόλια ή Μοναστήρι. Την ελληνική ονομασία της περιοχής υιοθέτησαν και οι Τούρκοι. Τα Μπιτόλια είναι τώρα το κέντρο της περιοχής καθώς και έδρα του στρατηγού και κυβερνήτη της Ρούμελης. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 319)
  • Τα Μπιτόλια, μια λέξη ελληνικής προέλευσης, ίσως είναι παραφθορά ενός τρίτου ονόματος του ίδιου μέρους ή εκείνο που έφερε η πόλη όταν οι τρεις πόλεις της Πελαγονίας ακόμη υπήρχαν. Το Ελληνικό όνομα που προσιδιάζει περισσότερο είναι Επιτάλια.(Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 320)
  • Τα περάσματα της Πελαγονίας, στα οποία ο Περσέας τοποθετήθηκε από τον πατέρα του Φίλιππο, πιστεύω ότι είναι η ορεινή διάβαση στη σύγχρονη διαδρομή από την Αχρίδα προς τα Μπιτόλια, που τώρα αποτελεί την κύρια αρτηρία στη θέση της παλιάς γραμμής ή γραμμών της Εγνατίας Οδού. Αυτή η αλλαγή ίσως προκλήθηκε από το γεγονός ότι η Αχρίδα και τα Μπιτόλια αποτελούν τώρα τις κύριες πόλεις αντί των αρχαίων της Λυχνιδούς και της Ηράκλειας που δέσποζαν στην περιοχή την αρχαία εποχή.Οι πόλεις αυτές, η Αχρίδα και τα Μπιτόλια, βρίσκονται αντίστοιχα στα βόρεια των δύο αρχαίων τοποθεσιών, καθώς στην αρχαιότητα η Εγνατία είχε εδώ παρεκκλίνει από την ευθεία της πορεία επειδή υπήρχε η ανάγκη να διασχίσει περιμετρικά είτε τη βόρεια είτε τη νότια άκρη της λίμνης Λυχνιδός. Το πέρασμα της Πελαγονίας ήταν εξαίρετης σημασίας ως μια από τις άμεσες εισόδους από την Ιλλυρία στην Μακεδονία με την πορεία του ποταμού Δρίλωνα, που τώρα λέγεται Δρίνος. Ήταν απαραίτητο για τους βασιλείς της Μακεδονίας να διατηρήσουν δυνατές φρουρές στην Λυχνιδό και σε κάποιες άλλες τοποθεσίες στην λίμνη, όπως και στα Στύβερρα και στην Ηράκλεια.(Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 321)
  • Στα δεξιά του Σινιάτσικου φαίνεται το Περιστέρι, το οποίο συνορεύει με τις πεδιάδες του Εριγώνα και των Μπιτολίων. Στα βορειοανατολικά υψώνεται το σπουδαίο βουνό Δοξά ή Βέρμιο και στα δεξιά του φαίνεται ο Βελβεντός ή Βελβεδός, μια πόλη 300 σπιτιών, η οποία, παρόλο που είναι γνωστή για τον μιναρέ της, κατοικείται κυρίως από Έλληνες. Ο Βελβεντός είναι 3 ώρες απόσταση από τα Σέρβια και ομοίως βρίσκεται στο ίδιο βουνό. Τοποθετείται στην ίδια γραμμή με τη μεγάλη χαράδρα του Αλιάκμονα, κοντά στο βουνό της Πέλλας. Όντας το πιο ευθύ και εύκολο πέρασμα ανάμεσα στα Καμβούνια Όρη, είναι το φυσικό πέρασμα ανάμεσα στη Μακεδονία και στην Περραιβία. Είναι τώρα ο πιο σημαντικός σταθμός του ουλαμού του Δερβέν Αγά στο Μπεϊλίκι και ο δρόμος από τη Λάρισα και τα Τρίκαλα στα Μπιτόλια, από όπου η πρώτη αφετηρία είναι το Καλιάρι και η δεύτερη η Φλώρινα.Ο δρόμος από το κάστρο στις Πόρτες είναι ευρύς και επίπεδος και αποτελεί το φυσικό άνοιγμα στο βουνό.(Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 332)
  • Η Ηράκλεια δεν απέχει πολύ από την νέα πόλη της Φλώρινας, περίπου 10 μίλια νότια του Μοναστηρίου.(Leake,τομ.ΙΙΙ,σ. 282)
  • O μουσουλμάνος Αλβανός, με το όνομα Σουλεϊμάν Προσόβα, είχε υπό τις διαταγές του 700 άντρες για τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους του Χριστιανικού χώρου. Προσπαθεί να εκκαθαρίσει εκείνα τα βουνά, τα οποία όσον αφορά το Μοναστήρι,τον Πρίλεπο και Βυλάζωρα , εφοδιάζουν διαρκώς με ανθρώπινο δυναμικό πολλά αδιαπέραστα κρησφύγετα από τα οποία είναι σχεδόν αδύνατο να ξεριζωθούν οι κλέφτες.(Leake,τομ.ΙΙΙ,σ. 286)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Το Μοναστήρι ή Βιτώλια υπήρξε πρωτεύουσα της Ρούμελης ή της εδώθε του Αξιού Μακεδονίας. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 16)
  • Η μητρόπολη Πελαγονίας ή Βιτώλιας ανήκε στη δικαιοδοσία του φρουρίου της Αχρίδας. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ.50)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Η μεγάλη πεδιάδα αυτή λέγεται επίσης και πεδιάδα του Βαρδάρη. Απλώνεται από την είσοδο της Θεσσαλονίκης μέχρι τους πρόποδες του λόφου των Βοδενών όπου η μεγάλη δημοσιά χωρίζεται στα δύο και η μία διακλάδωση πηγαίνει προς τη νότια Αλβανία και προς τα περάσματα για τη Θεσσαλία ενώ η άλλη οδηγεί στο Μοναστήρι ή Μπιτόλια, αρχηγείο του τουρκικού στρατού της Ρωμυλίας και έδρα του αρχιστράτηγου. (Walker,σ. 48)
  • Πεδιάδα του Μοναστηρίου: Η μεγάλη πεδιάδα του Μοναστηρίου έχει κάπου 65 χιλιόμετρα μήκος και 15 πλάτος. Από τις τρεις πλευρές είναι κλεισμένη από βουνά και μένει ανοιχτή από βορρά, όπου ενώνεται με την πεδιάδα των Σκοπίων φτάνοντας στα σύνορα της Σερβίας. Όντας αρκετά πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, έχει κλίμα πιο κρύο από την περιοχή της Θεσσαλονίκης.
    (Walker,σ. 72)
  • Φτάνοντας κανείς για πρώτη φορά στο Μοναστήρι μένει κατάπληκτος με το επίπεδο του πολιτισμού. Δύο απέραντοι στρατώνες με ιππικό και πεζικό, επιθεωρήσεις, παρελάσεις, γραφικοί καβαλάρηδες και μία θαυμάσια μπάντα θυμίζουν τη μεγάλη σημασία που έχει ο τόπος αυτός από στρατιωτική άποψη, ελέγχοντας άμεσα το πέρασμα από τη Μακεδονία προς τη βόρεια Αλβανία. Το Μοναστήρι φαίνεται πολύ όμορφα από το μουσουλμανικό νεκροταφείο πάνω από την τουρκική συνοικία. Η πόλη είναι χωμένη μέσα στο πράσινο ενώ μεριές-μεριές το σκηνικό ζωηρεύει από τις άσπρες πινελιές των μυτερών μιναρέδων. (Walker,σ. 73-75)
  • Στο κέντρο περίπου ξεχωρίζει ένας ψηλός πύργος με ρολόι. Από πίσω ακριβώς υψώνονται τα βουνά του Περιστεριού με τη μεγαλοπρεπή γραμμή τους για να καταλήξουν τελικά στην πιο ψηλή κορυφή, κάπου 2.500 μέτρα ύψος πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Η κορυφή αυτή υποτίθεται ότι είναι σβησμένο ηφαίστειο, με τον κρατήρα τώρα γεμάτο νερό μέχρι πάνω που, όπως υποστηρίζουν οι κάτοικοι, θα ξεχειλίσει και θα πλημμυρίσει την πεδιάδα. Το Mοναστήρι έχει μεγάλη ανάπτυξη. Τώρα διαθέτει κεντρικό τηλεγραφείο και η σπουδαιότητά του μεγαλώνει καθημερινά. Οι στρατώνες χτίστηκαν τα τελευταία 25 χρόνια. (Walker,σ. 73-75)
  • Από τον χριστιανικό πληθυσμό του Μοναστηρίου οι Βλάχοι (ή οι Βλάχοι της Πίνδου όπως τους λένε για να τους ξεχωρίζουν από τους ντόπιους της ηγεμονίας της Βλαχίας) κατέχουν την ανώτερη θέση στο εμπόριο, στη βιομηχανία και στην εξυπνάδα. Ισχυρίζονται ότι κατάγονται από τους Ρωμαίους που παλιότερα είχαν καταλάβει αυτά τα μέρη και ότι η γλώσσα τους έχει ένα μεγάλο ποσοστό από τα λατινικά. (Walker,σ. 76-77)
  • Στο Μοναστήρι χρησιμοποιούν μία ιδιότυπη μέθοδο για το πλέξιμο της ψάθας των πατωμάτων των σπιτιών, πλέκοντάς τες επί τόπου δύο-τρεις άνδρες κάθονται κάτω στο πάτωμα δουλεύοντας σειρές-σειρές μέχρι να το σκεπάσουν ολόκληρο.
    Το Μοναστήρι επίσης, όπως και πολλές άλλες πόλεις της Αλβανίας φημίζεται για τα φιλιγκράμ του με ασήμι και χρυσό. Εδώ κατασκευάζονται τα ζαρφ για τα φλυτζάνια του καφέ, το πίσω μέρος στους στρογγυλούς καθρέφτες του χεριού, λαβές για στιλέτα και για άλλα μαχαίρια, τσιγαροθήκες κ.λ.Οι τεράστιες αγκράφες και τα άλλα στολίδια από φθηνό ασήμι που φοράνε οι Βουλγάρες είναι και αυτά από τα σπουδαία προϊόντα της τοπικής βιοτεχνίας.Πωλούνται σε ειδικό μέρος των παζαριών ή σε μερικά καταστήματα σε μια από τις γέφυρες του Ντραγκόρ.(Walker,σ. 78)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.