• Ανάμεσα στην πόλη και τα ανατολικά βουνά κοιμάται μια στενή πεδιάδα-παλιός κόλπος της λίμνης- ενιαία και υγρή, όπου τα άλογά μας βουλιάζουν ως την κοιλιά μέσα στην πηχτή ομίχλη. Σε τρία χιλιόμετρα απόσταση από μας αναδύονται τα βουνά, ογκώδεις στρογγυλές μάζες χωρίς σχήμα και χωρίς προφίλ. Τα τριακόσια ή τετρακόσια αυτά μέτρα κρητιδούχων βράχων κατηφορίζουν σε σχήμα ενός καταρράκτη από καμπούρες. Πουθενά ευθεία πρόσοψη ή ένα κανονικό πρανές. Ο ευρωπαϊκός δρόμος τραβά λίγο πιο βόρεια για να βρει το πέρασμα του Λιασκοβίτσι. Ολόισια όμως προς τ’ ανατολικά , πεζοί και καβαλαρέοι ακολουθούν την παλιά στράτα και μπαίνουν μέσα στο βουνό, στα πλευρά ενός χείμαρρου που έσκαψαν τα δρολάπια μέσα στην καρδιά του εύθραστου βράχου. Το έδαφος έχει μεγάλη ηχητικότητα και είναι ολόασπρο σαν γάλα. Μάταια το επιδέξιο δόντι του κατσικιού θ’ αναζητούσε και την παραμικρή ρίζα. Όλα τα ρυάκια, όλες οι κοίτες των χείμαρρων έχουν ξεραθεί. Ύστερα από ανάβαση δύο ωρών φτάνουμε σε μια κορφή σκεπασμένη με μαραμένες βελανιδιές.
    Η άλλη πλευρά είναι δασωμένη. Ο μεγάλος δρόμος που ξαναβρίσκουμε σε λίγο, κατεβαίνει αργά προς τα νοτιοανατολικά, κατά μήκος ενός χορταριασμένου ρέματος, ανάμεσα σε δύο πλαγιές γεμάτες φτελιές και βαλανιδιές. Λιβάδια. Ένας μύλος. Αραμπάδες που τρίζουν. Βοσκότοποι ποτισμένοι όπου κυλιούνται γουρούνια – ανώφελο να ρωτήσουμε, βρισκόμαστε σε γη χριστιανική. Μέσα από μια κλεισούρα γεμάτη λεφτοκαριές και ιτιές βγαίνουμε σε μια απέραντη, καυτερή, εκτυφλωτική πεδιάδα, χωρίς ίχνος σκιάς, όπου ο βοριάς σηκώνει σύννεφα σκόνης και τυλίγει τον ορίζοντα σ’ ένα μελανό αχνό. Πέρα μακριά, στις ολόισιες γραμμές των θερισμένων αυλακιών, μερικά βόδια μασουλούν τα τελευταία καλάμια. Το πρώτο χωριό που συναντούμε, είναι στη μέση του κάμπου η Ρέσνα ή Ρέζεν, πέντε ώρες από την Αχρίδα.
    (Berard, σ.162-163)