• Η θρησκευτική δημοκρατία κυβερνιέται από την Ιερή Σύνοδο, στην οποία εξίσου αντιπροσωπεύονται και τα είκοσι μοναστήρια. Τα διατάγματα από αυτή τη διαβουλευτική συνέλευση εκτελούνται από ένα σώμα τεσσάρων προέδρων, που εκλέγονται εκ περιτροπής, και ο ανώτερος έλεγχος δίνεται σε έναν από αυτούς, ομοίως διορίζεται και χαρακτηρίζεται ως ο Πρώτος (άνδρας) του Άθως. Η δημοκρατία διεξάγει τις σχέσεις της με τις τουρκικές αρχές μέσω ενός αντιπροσώπου, του οποίου το αρχηγείο είναι στη Θεσσαλονίκη, και με το Πατριαρχείο μέσω ενός παρόμοιου λειτουργού, ο οποίος κατοικεί στην Κωνσταντινούπολη. Διαφορές μεταξύ των διαφόρων μοναστηριών αποκαθίστανται από την ιερή Σύνοδο με την πιθανότητα επίκλησης προς τις τουρκικές Αρχές ή το Πατριαρχείο και η τάξη διατηρείται από μια σειρά Χριστιανών μοναχών.(Abbot,σ.329)
  • Από τα 20 μοναστήρια 17 είναι καθαρά ελληνικά, ένα Σερβικό, ένα βουλγαρικό και ένα Ρωσικό. Υπάρχει επίσης και μια μικρή Ρουμανική σκήτη με μικρή ή καθόλου σημασία. Η Σερβική μονή Χιλιάνταρι (Chiliandari), όσο είναι γνωστό μέχρι τώρα δημιουργήθηκα ή αποκαταστάθηκε από δύο Σέρβους πρίγκιπες, από τότε που κανονιοβολήθηκε, και σε αντίθεση με τις απόψεις των Βουλγάρων, έχει παραμείνει στην κυριότητα των Σέρβων. Οι Βούλγαροι, όπως συνηθίζουν, επιμένουν ότι το ίδρυμα ήταν αρχικά δικό τους, βασίζοντας τις απαιτήσεις τους σε λάθος ετυμολογία, και αντλώντας το όνομά του από μια βουλγαρική λέξη η οποία, αν υπήρχε, θα σήμαινε “κυψέλη”.(Abbot,σ.331)
  • Το βουλγαρικό μοναστήρι (Ζωγράφου) λέγεται ότι οφείλει τη δημιουργία του σε τρεις πρίγκιπες της ίδιας εθνικότητας, οι οποίοι το έχτισαν τον ένατο αιώνα και πάντοτε συνέχισε να βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της φυλής των ιδρυτών του.
    Οι Ρουμάνοι είναι εξαναγκασμένοι να διατηρούνται με μια μικρή σκήτη που ιδρύθηκε πενήντα χρόνια πριν, και ήδη είναι καθαγιασμένη εκ θαύματος, το οποίο όμως είναι μοντέρνο, και προσθέτει λίγο μόνο κύρος στο ίδρυμα.
    Κανένα από αυτά τα μη-Ελληνικά μοναστήρια προκαλούν πρόβλημα στους Έλληνες.(Abbot,σ.311)
  • Η χερσόνησος που κείται μεταξύ του Σιγγιτικού κόλπου ή Αγ.Όρους και του Στρυμονικού, Κοντέσας ή Ορφάνου κόλπου είναι η τρίτη της μεγάλης Χαλκιδικής χερσονήσου. Από τους αρχαίους καλούνταν Ακτή και από τους νεότερους Άθως ή Αγ.Όρος.Στην ορεινή, γεμάτη νερά και δέντρα χερσόνησο την οποία διασχίζει κατά μήκος το όρος Άθως, το οποίο στη νότια πλευρά του έχει δυο κορυφές: την ψηλή που καλείται Άθως με ύψος 1935 μ. όπου κείται το εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως και την κορυφή Αντίαθως που βρίσκεται στα δυτικά όπου υπάρχει το κελί του Πρ.Ηλία, κατά την αρχαιότητα υπήρχαν οι πόλεις Σάνη –έπειτα Ουρανούπολις- κοντά στον Πρόβλακα, Παλαιώριον κοντά στη μονή Ζωγράφου και Δοχειαρίου, Κλεωναί στη μονή Ξηροποτάμου, Ακρόθωον ή Ακρόαθως -η έπειτα Απολλωνία- στη μονή Λαύρας-οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούνταν πως ζούσαν περισσότερο από τους άλλους 40 ή 50 χρόνια και καλούνταν Μακρόβιοι-Χαράδριαι στη μονή Βατοπεδίου, Ολόφυξος στη μονή Χιλανδαρίου και Δίον στο ακρωτήριο Πλατύ. Αυλάκι μήκους 12 σταδίων (το στάδιο ισούται με 185 μέτρα)και πλάτος ίσο με τον διάπλου δυο πλοίων που ήδη υπάρχει και ονομάζεται Πρόβλακας χρησιμοποίησε ο Ξέρξης για να διασχίσει τη χερσόνησο.Ο αρχιτέκτων Δεινοκράτης πρότεινε στον Μ.Αλέξανδρο να κατασκευάσει πάνω στον μεγαλοπρεπή, κατάφυτο και γεμάτο νερά Άθω ανδριάντα του που θα κρατούσε στο ένα χέρι πολυάνθρωπη πόλη των δέκα χιλιάδων κατοίκων και στο άλλο ρέοντα ποταμό. (Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 583-584)
  • Στη χερσόνησο πριν τον 9ο μ.Χ. αι. διαβιούσαν ερημίτες διάσπαρτοι που υπάγονταν στη μονή Αγ.Ιωάννου του Κολοβού στην Ιερισσό που καταστράφηκε.Ο Βασίλειος ο Μακεδών το 885 προστάτευσε με διάταγμα τους μοναχούς από κάθε ενόχληση από τους κατοίκους της περιοχής ενώ το 911 ο Λέων ο Σοφός με Χρυσόβουλο τους κήρυξε ανεξάρτητους.Το 963 ο Αγ.Αθανάσιος ο Αθωνίτης με τη συνδρομή των αυτοκρατόρων Νικ.Φωκά και Ιωάννη Τζιμισκή έχτισε τη μονή Λαύρας και κανόνισε τα των μονών και του βίου των μοναχών.Έπειτα χτίστηκαν και άλλες μονές-στο σύνολο διατηρούνται είκοσι και χωρίζονται εξ ημισείας και στις δυο πλευρές της χερσονήσου. Από αυτές εξαρτώνται 290 κελιά και 12 σκήτες. (Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 584)