Από την κοίτη του μικρού Δεβόλη κάναμε μία ώρα για να φτάσουμε στη γέφυρα της Χρούπιστας, η οποία απέχει δύο λεύγες από το γεφύρι της Σμιγής. Εκεί συναντήσαμε τσιγγάνους, απασχολημένους με την αναζήτηση ψηγμάτων χρυσού. Μερικοί άλλοι ήταν σκορπισμένοι στην ακροποταμιά και έψαχναν στη λάσπη για να εκμεταλλευθούν το περιεχόμενό της, ενώ άλλοι τραβούσαν μέσα από το ποτάμι προβιές ή μάλλινες βελέντζες με τις οποίες παγιδεύουν τα ψήγματα. Ορισμένοι πάλι ξέπλεναν μέσα σε κάδους τα πολύτιμα ρινίσματα. Όλοι ήταν απασχολημένοι με μια δουλειά που δεν αποφέρει κέρδος σε κανέναν. Η διαδικασία αυτή έμοιαζε με εκείνη που περιγράφει ο Αππιανός όταν μιλάει για τους χρυσοσυλλέκτες, που κατοικούσαν στα μέρη του Καυκάσου. Οι κάτοικοι εδώ έστηναν τα εργαστήριά τους σε όλη την έκταση που ορίζεται από τις πηγές του Αλιάκμονα και την κατωφέρεια της Φυλής, μέσα στο βιλαέτι των Γρεβενών. Εξαιτίας όμως της ορμής και του βάθους του ποταμού στην περιοχή οι τσιγγάνοι δεν μπορούσαν να εκμεταλλεύονται πλέον το μετάλλευμα που συμπαρασύρει με τις προσχώσεις του. Τους βροχερούς μήνες οι τσιγγάνοι σκαλίζουν ξύλινα σκαφίδια και πλέκουν καλάθια από καλάμια, τα οποία πηγαίνουν στις γειτονικές πόλεις. Εκεί πουλούν επίσης το χρυσάφι τους στους χρυσοχόους σε μορφή ράβδων. Τον υπόλοιπο καιρό κλέβουν κότες και λένε τη μοίρα τους στους περαστικούς. (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σ. 28-29)