• Οι Τούρκοι όπως και οι Εβραίοι, φτάνουν στα άκρα με την τσιγγουνιά ενώ η σπατάλη δεν είναι διόλου ασυνήθιστη στους νεαρούς Οσμανλήδες.Επισήμανα έναν κατώτερο υπάλληλο στο δικαστήριο που μέσα σε λίγα χρόνια κατασπατάλησε 2000 χρηματικά έπαθλα και επτά τσιφλίκια. Αυτοί οι Τούρκοι ιδιοκτήτες γης είναι, ωστόσο, αυτοί με την μεγαλύτερη σταθερότητα στην Τουρκία. Και οι Φράγκοι έμποροι που παζαρεύουν για το καλαμπόκι, το βαμβάκι, και τον καπνό τους, μπορούν, χωρίς πολύ ρίσκο, να προάγουν τις καλλιέργειές τους. (Leake, τομ. ΙΙΙ, σελ.249)
  • Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης προέρχονται από τις μεγαλύτερες αποικίες που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη την εποχή της εκδίωξής τους από την Ισπανία στα τέλη του 15ου αιώνα. Όμως ένα σημαντικό τμήμα τους έγιναν Μουσουλμάνοι από εκείνη την εποχή, χωρίς όμως να αναγνωρισθούν από τους Οσμανλήδες, και διαμόρφωσαν μια ξεχωριστή τάξη υπό την αίρεση των Μαμίνων.Kληρονομώντας το εβραϊκό πνεύμα της φιλαργυρίας και της εργατικότητας, είναι εύποροι και ανάμεσά τους είναι οι πιο πλούσιοι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης. Ο Χασάν Ατζίκ, ένας υπουργός στην Κωνσταντινούπολη και ο αδερφός του, φοροσυλλέκτης στη Σαλονίκη είναι Μαμίνοι.Είναι συνήθως άνθρωποι με έντονη απέχθεια στους αδρανείς, φτωχούς και σπάταλους Γενίτσαρους της κατώτερης τάξης. Πηγαίνουν τακτικά στο τζαμί και συμμορφώνονται με την θρησκεία στα εξωτερικά στοιχεία αλλά επικρίνονται από τους άλλους Τούρκους πως έχουν μυστικές συναντήσεις και τελετές με άλλους ιδιόρρυθμους, των οποίων η καλύτερη απόδειξη είναι η γνώση της ισπανικής γλώσσας. Λέγεται ότι διαχωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, δύο εκ των οποίων δεν εμπλέκονται με την τρίτη, αλλά ούτε και η τρίτη δίνει τις κόρες της για γάμο με Οσμανλήδες. Η Πολιτεία, ή η ελληνική κοινωνία, κυβερνάται από την μητροπολιτική επισκοπή, που μαζί με τους άρχοντες καθορίζει όλες τις πολιτικές διαμάχες για τις οποίες οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονται, εκτός εάν οι χριστιανοί το θεωρούν σωστό να προσφύγουν στο δικαστήριο.(Leake, τομ. ΙΙΙ, σ.249-250)
  • Γέροι Οσμανλήδες [στο Μοναστήρι] με ψηλό τουρμπάνι και μεγάλη γενειάδα, σκαρφαλωμένοι στην άκρη της ράχης των γαϊδαράκων τους.
    (Berard, σ. 174)