• Ανάμεσα στις προλήψεις που ο ελληνικός κλήρος καλλιεργεί στο νου των αμαθών χωρικών της Ανατολής δεν είναι άλλη πιο ευρέως διαδεδομένη ή πιο βαθιά ριζωμένη από την πίστη στην ύπαρξη μιας ομάδας φαντασμάτων ή σατανικών πνευμάτων που αποκαλούνται βρικόλακες. Στο έργο του «Έρευνα στα ορεινά της Τουρκίας»(Researches in the Highlands of Turkey) ο Tozer σημειώνει πως οι βρικόλακες είναι πρόσωπα τα οποία αφού πεθάνουν έρχονται και πάλι στη ζωή, κοιμούνται στους τάφους τους με τα μάτια ολάνοιχτα, κυκλοφορούν έξω τη νύχτα –ιδίως όταν το φεγγάρι λάμπει. Η πιο φαρμακερή εκδοχή αυτών των μορφών ομοιάζει με τα «βαμπίρ» που διατηρούνται ζωντανά πίνοντας αίμα ανθρώπινο. Ωστόσο,η πιο κοινή μορφή που απαντάται δεν είναι τόσο επιβλαβής,καθώς ευχαριστεί τον εαυτό της παίζοντας κάθε λογής επιζήμια παιχνίδια,τρομάζοντας τους ανθρώπους χωρίς να προξενεί περαιτέρω βλάβες ενώ σύμφωνα με άλλες περιγραφές εμφανίζεται ως ένας κανονικός άνθρωπος που έχει την ιδιαιτερότητα να περιπλανιέται τις νύχτες σα σκυλί στις ερημιές,σε βοσκοτόπια ακόμη και σε χωριά και σκοτώνει με το άγγιγμα του άλογα, αγελάδες, πρόβατα, γουρούνια, κατσίκες και άλλα ζώα στο πέρασμα του κρατώντας για τον εαυτό του τις ζωτικές δυνάμεις όλων αυτών των πλασμάτων ,έτσι ώστε πάντα να φαίνεται υγιής και να είναι διαρκώς σε εγρήγορση.Ο κύριος λόγος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε βρυκόλακα μετά θάνατον είναι ο αφορισμός. (Chirol, σσ. 99-101)
  • Χωρίς αμφιβολία ο αφορισμός ήταν μια τιμωρία που σπάνια επιβαλλόταν.Εντούτοις, ο φόβος της μετατροπής μετά θάνατον σε βρυκόλακα τρομοκρατούσε τους ανθρώπους ενώ η σκέψη της επίσκεψης του ακάθαρτου πνεύματος φίλου ή συγγενή σε όλη τη διάρκεια της ζωής- ακόμη και μετά από εξορκισμό- λειτουργούσε σαν ξόρκι,ώστε κάθε σπίτι να θωρακιστεί εναντίον του άτυχου θύματος της οργής της Εκκλησίας.Για τον εξορκισμό του βρυκόλακα ο πιο ορθόδοξος τρόπος ήταν να γίνει αντιστροφή του αφορισμού με άφεση των αμαρτιών –ως επίσημη τελετή από την Εκκλησία.Κι εφόσον η καταβολή υψηλού αντιτίμου ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση αυτής της τελετής,η Εκκλησία συνηγορούσε υπέρ αυτής της λύσης.Υπήρχε και μια άλλη πιο ανεπίσημη διαδικασία με την οποία δεν γιατρευόταν βέβαια εντελώς η νοσούσα ψυχή,ωστόσο απαλλασσόταν από τις επιζήμιες συνέπειες των νυχτερινών περιπλανήσεων.Αυτή η διαδικασία όντας σαφώς πιο φθηνή και ίσως εξίσου αποτελεσματική είναι πολύ δημοφιλής.Λέγεται ότι σε ορισμένες πόλεις υπάρχουν οικογένειες που είναι απόγονοι βρυκολάκων και αντλούσαν τη δύναμή τους από το όνομά τους ενώ δέχονταν προσφορές κατευνασμού,ώστε να λυτρώνουν τους κατοίκους της γύρω περιοχής από τις «εισβολές» των άτυχων συγγενών τους.Παρόλο που τους απέφευγαν όλοι λόγω της σύνδεσής τους με τα πνεύματα των οποίων τη δύναμη είχαν μονοπώλιο και του μυστηρίου που κάλυπτε τις δραστηριότητες τους, επέβαλλαν ένα συγκεκριμένο βαθμό σεβασμού ενώ οι προσφορές από τους χριστιανούς τους αποζημίωναν με το παραπάνω για την κοινωνική τους απομόνωση. (Chirol, σσ.101-102)
  • Μια από τις παράξενες αυτές «οικογένειες» κατοικούσε στον Περλεπέ και μέχρι πρότινος απολάμβανε υψηλή εκτίμηση για τις σχέσεις της με τον πνευματικό κόσμο.Αλλά η γρήγορη διάδοση και η γενική εξάπλωση του αφορισμού που προήλθε από το Βουλγαρικό σχίσμα επέφερε το μοιραίο πλήγμα στις αξιώσεις της οικογένειας.Η εξοικείωση φέρνει την περιφρόνηση.Και οι κάτοικοι του Περλεπέ έχοντας τα τελευταία χρόνια εξοικειωθεί με τον αφορισμό αντί πλέον να αντιμετωπίζουν θαρραλέα τις συνέπειες του είχαν φτάσει σε σημείο να γελούν μαζί του.Τώρα που το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής τέθηκε υπό περιορισμό η πίστη στους βρυκόλακες ξέπεσε στο επίπεδο της ολοφάνερης ανοησίας.Οι κάτοικοι του Περλεπέ που πριν λίγα χρόνια έτρεμαν και σταυροκοπιούνταν με ευλάβεια και μόνο στο άκουσμα της λέξης «βρυκόλακας»,τώρα σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους και λένε: «Όλοι κάποια μέρα θα γίνουμε βρυκόλακες.Όσο περισσότεροι,τόσο καλύτερα».Έτσι,η ιδέα του βρυκόλακα «ξεφούσκωσε».Κι οι άτυχες οικογένειες που υποστήριζαν ότι σχετίζονταν με αυτούς, σταδιακά, άφησαν πίσω την πένθιμη εμφάνισή τους,τις κλειδαριές,τα νυχτερινά ξόρκια και τα υπόλοιπα πράγματα τους και ξέπεσαν από την υπερφυσική τους κατάσταση στο θλιβερό επίπεδο των κοινών,εργαζόμενων θνητών.(Chirol, σσ.102-103)