• Με αφορμή την προηγούμενη μέρα, του εορτασμού της επετείου του Αβδούλ Χαμίντ, στη σημερινή Έλληνες, Εβραίοι, και Σλάβοι συναγωνίζονταν μεταξύ τους στην υποθετική τους παρουσίαση χάρης και προσευχές προσφέρονταν παντού για την μακροζωΐα του πιο ισχυρού, γαλήνιου και πιο ελεήμων κυρίαρχου, κάτω από την ήπια και κερδοφόρα κυριαρχία του όλοι ευημερούσαν τόσο καλά.
    Στον ελληνικό καθεδρικό ψάλθηκε το Te Deum και όλος ο ελληνικός κλήρος της πόλης είχε συγκεντρωθεί. Ήταν υπέροχη και καθόλου μη εντυπωσιακή σκηνή. Κοντά στο κλείσιμο της λειτουργίας ο Μητροπολίτης στάθηκε πάνω στο ανώτερο σκαλί του θρόνου του, ανάμεσα σε δύο διακόνους κρατώντας ένα ασημένιο με τρία μέρη κηροπήγιο το οποίο έκαιγε κοντά στα μάγουλα του επισκόπου. Από εκείνη τη καθόλου άνετη καυστική υπεροχή o Πανάγιος ευγενής εκφώνησε ο ίδιος μια ανθηρή προσφώνηση, στην οποία τέθηκαν επί μεγάλης σειράς πολλαπλές ευλογίες παραχωρημένες προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και οι κάτοικοί τους, στο πρόσωπο του βασιλεύοντος μονάρχη. Ο Αβδούλ Χαμίντ συγκρίθηκε με ασυνείδητο χιούμορ με τον “ήλιο που δίνει ζωή του οποίου οι ακτίνες εμψυχώνουν απολύτως οπουδήποτε λάμπουν.” Η Παναγιότητά του μίλησε για τους καινούργιους δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, τα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, “τα οποία” είπε με μια παθητική προσπάθεια ενθουσιασμού, “είναι τόσα πολλά καινούργια κοσμήματα που προστέθηκαν στο στέμμα του Μεγαλειότατου.” Αλλά διακριτικά ξέχασε να αναφέρει τις Αρμενικές σφαγές.
    Σύμφωνα με τον Abbott, η όλη σκηνή ήταν μια μελαγχολική φάρσα. Από τις ευλογίες ο σαχλός ιεράρχης αναφέρθηκε, οι δρόμοι βρίσκονται μόνο σε επισκοπικές πανηγύρεις και μερικές φορές σε συμβατικούς χάρτες; οι σιδηρόδρομοι δεν είναι τούρκικοι εκτός από την αργοπορία τους, όσο για τα ιδρύματα που αναφέρθηκαν, ο Σουλτάνος έχει τόσο να κάνει με την ίδρυσή τους και την διατήρησή τους όσο και ο Αυτοκράτορας της Κίνας, αλλά τα ανέχεται και για να αφήσει μόνη στην Ανατολή το μεγαλύτερο δώρο στο ο οποίο ο υπήκοος μπορεί να ελπίζει ή να προσεύχεται. Η αντίθεση μεταξύ του υπερβολικού τόνου της διάχυσης του επισκόπου και της παθητικής συμπεριφοράς του πενιχρού εκκλησιάσματος ήταν μια πηγή ανακούφισης για τον παρατηρητή. Οι ευχές με τις οποίες η μακρηγορία χαιρετήθηκε ήταν λίγες, με μισή καρδιά και προδήλως αρθρωμένες με σειρά. Έτσι ο περιηγητής έφυγε από την εκκλησία με την ελπίδα ότι το ποίμνιο δεν θα πάει μακριά με αυτό τον ιερέα.
    (Abbott σ.σ. 33-34)