• Ο πληθυσμός είναι μισός Μωαμεθανοί και μισός Χριστιανοί. Οι τελευταίοι είναι κυρίως Βούλγαροι και είναι γνωστοί από την επίμονη λιτότητά τους και τη μη επιχειρηματική τους βιομηχανία ιδιόρρυθμη στους χωρικούς αυτής της φυλής. Τα μέσα τους είναι αργά αλλά σίγουρα. Είναι ενσυναισθητικά γιοί της γης, στην οποία φαίνεται ότι είναι αρκετά ριζωμένοι όπως τα δέντρα και τα στελέχη του αραβόσιτου μέσα στον οποίο ζουν. Τα πρόσωπά τους είναι αφρόντιστα, ηλιοκαμμένα και βαθιά αυλακωμένα˙ οι πλάτες τους είναι λυγισμένες από το συνεχόμενο σκύψιμο. Το δώρο της ευγλωττίας δεν είναι δικό τους. Αλλά σε εκδίκηση αυτοί είναι προικισμένοι με την ικανότητα για σταθερό, αδιάλειπτο μόχθο, τον οποίο οι περισσότερο απίθανοι Έλληνες γείτονές τους δεν διαθέτουν.
    Η φιλοδοξία του νεαρού Έλληνα χωρικού είναι να καταφύγει όσο πιο νωρίς στη μεγαλύτερη πόλη μέσα στην έκτασή του και να γίνει είτε σπουδαστής είτε έμπορος αλλά κυρίως να γίνει κάτοικος της πόλης.
    Ο Βούλγαρος ποτέ δεν ονειρεύεται ότι υπάρχει κόσμος πέρα από τα όρια της φάρμας του, ή, αν τυχαίνει να γνωρίζει την ύπαρξή του δεν νιώθει την επιθυμία να γίνει μέρος του. Υπάρχει καλή, σταθερή, παρόλο μερικές φορές τραχιά, ύλη σε αυτούς τους Σλαβο-Τάρταρους κατοίκου και κάτω από ένα λιγότερο σοκαριστικό καθεστώς θα μπορούσαν χωρίς αμφιβολία να αναπτυχθούν σε αρκετά χρήσιμα και παραγωγικά, και όχι διακοσμητικά, μέλη της κοινωνίας.
    Οι Μωαμεθανοί του Πετριτσίου είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους απλοί περιτεμνημένοι Σλάβοι, που διαφέρουν από τους Χριστιανούς γείτονές τους μόνο από τον τρόπο ζωής που τους έχει επιβληθεί από το θρήσκευμά τους. Οι γυναίκες τους κρατιούνται σε περισσότερο αυστηρή απομόνωση από ότι συνηθίζεται μεταξύ Μωαμεθανών σε συγκριτικά πολιτισμένα κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη.(Abbot,σ.183)