• Οι εκπρόσωποι της δημόσιας αρχής που διασπείρει η Πύλη στη Μακεδονία, παρά το μεγάλο τους αριθμό είχαν αμελητέα επίδραση. Τις περισσότερες φορές είναι Τούρκοι της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή ελληνικής, αρμενικής ή γεωργιανής ράτσας από τις μανάδες τους και όλες τους τις προγόνισσες. Και περνούν εφήμεροι όπως οι προστάτες τους ή τα μπαξίσια που τους εξασφάλισαν τη θέση. Διορίζεται κάποιος έπαρχος στην Κοζάνη ή την Καστοριά. Με μόνους τίτλους τις συστάσεις κάποιου υπουργού, θαλαμηπόλου ή πασά…..Είναι έθιμο να απευθύνει κάθε μήνα στον προστάτη του κάποια απτή μαρτυρία της ευγνωμοσύνης του. Όμως ο μισθός του είναι γελοίος- και στην περίπτωση ακόμη που τον λαβαίνει, τις πιο πολλές φορές δεν πληρώνεται. Για να ζήσει και να διατηρήσει την ευμένεια του πάτρωνά του ο έπαρχος αυτός πρέπει να φάει, να κάνει δηλαδή επιδέξια κατάχρηση της απόλυτης εξουσίας που έχει στα χέρια του. Η Τέχνη της Μάσας στην Τουρκία θα μπορούσε να γραφτεί σε τρία κεφάλαια : Δρόμοι, Δικαιοσύνη, Δεκάτη. Δεν τυχαίνει βέβαια σε όλους τους επάρχους η χρυσή τύχη μιας οδοκατασκευής. Συχνά πάλι η δικαιοσύνη αποδίδει δύσκολα ή πολύ λίγο, λόγω της παρουσίας ευρωπαίων προξένων ή ελληνων και βουλγάρων επισκόπων. Κι ακόμη συχνότερα η δεκάτη δεν αποδίδει παρά το ποσοστό που έχει ορίσει η εξουσία, κυρίως στις περιοχές με μεγάλη γαιοκτησία, όπου οι μπέηδες και οι αγάδες γνωρίζουν να διαφεντεύουν τα διακιώματά τους. Ο έπαρχος τσιμπολογά χωρίς να καταφέρνει να πλουτίσει και χωρίς να καταφέρνει να ευχαριστήσει τον υπουργό ή τον πασά του. Τη θέση τη ζητά κάποιος ανταγωνιστής, υποσχόμενος περισσότερα. Ο άνθρωπός μας τότε ανακαλείται. Καθώς την περίμενε τη μοίρα του αυτή, δεν έχει κάνει κανονική εγκατάσταση στην περιοχή του. Είχε έρθει μοναχός του, αφήνοντας στην Κωνσταντινούπολη το χαρέμι του. Είχε κατασκηνώσει σε ένα από τα πολλά δωμάτια που έχει το Κονάκι(διοικητήριο). Η λέξη αυτή, στρατιωτική υφής και νομαδικής προέλευσης, ταιριάζει απόλυτα στα σπίτια τούτα από ξερολίθι και ξύλο, όπου Τούρκοι με μπότες και στολές, χωνιασμένοι στα λιπαρά τους ντιβάνια, υπογράφουν κάποια στρατσόχαρτα πίνοντας καφέ και καπνίζοντας τσιγάρα. Ο διάδοχος κάνει το ίδιο. Περνούν έτσι πενήντα έπαρχοι. Τα ονόματά τους μένουν συχνά στα τοπικά τραγούδια και τις τοπικές αφηγήσεις, όταν έχουν διακριθεί με κάποια καλοστημένη δολοφονία ή κάποια καλοστημένη δίκη. Τίποτ’ άλλο όμως δεν αφήνουν πίσω τους, που να θυμίζει το διάβα τους.
    (Berard, σ. 203-204)