• Στα 1850 οι Έλληνες της Αχρίδας ήσαν πάμπλουτοι. Είχαν στα χέρια τους το μεγαλεμπόριο των γουναρικών. Ηπειρώτες, Θεσσαλονικιοί, Αιγαιοπελαγίτες, Βλάχοι απ’ το Μοναστήρι και την Κοριτσά, Αρβανίτες, συναποτελούσαν ένα ενιαίο χριστιανικό λαό που τον ένωναν οι ίδιες ανατάσεις προς την Αθήνα και τη Μεγάλη Ιδέα και που εκμεταλλευόταν το Σλάβο με τη βιομηχανία και το Μουσουλμάνο με τη τοκογλυφία. Στα 30-40 εργαστήρια τους έκοβαν και έραβαν τη γούνα της ντόπιας βύδρας, τα δέρματα που έρχονταν από τις γειτονικές λίμνες ή τα γουναρικά της Κωνσταντινούπολης και της Ρωσίας. Οι γούνινες κάπες που τόσο αγαπούν οι γέροι Τούρκοι, τα καφτάνια που φορούν οι χριστιανές και εβραίες γυναίκες, έβγαιναν όλα σχεδόν από την Αχρίδα. Η σλαβική συνοικία προμήθευε τους εργάτες και η ελληνική σόδιαζε τα κέρδη. Οι Έλληνες άρχισαν να αγοράζουν γη. Το σχολείο ήταν ελληνικό και οι γιατροί Αθηναίοι ή Έλληνες του “εσωτερικού”. Οι νέοι πήγαιναν για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ποιος μιλούσε τότε για Βουλγαρία;
    Ο ευρωπαϊκός, αυστριακός προπάντων και ρωσικός, ανταγωνισμός σκότωσε απότομα το εμπόριο αυτό. Η γούνα του σαμαριού και της γκρίζας αλεπούς σταματούσε τώρα στην Οδησσό κι έφτανε στην Τουρκία κατεργασμένη. Παράλληλα το λαγοτόμαρο και οι φτηνές γούνες της Τεργέστης κατέβαζαν τις τιμές των καφτανιών και των γούνινων πανωφοριών. Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν ένας ένας να κλείσουν τα εργαστήριά τους. Πήγαν και εγκαταστάθηκαν, με την άνετη κινητικότητά τους, στα κέντρα παραγωγής και αγοράς, στην Τεργέστη, στην Οδησσό και το Βουκουρέστι.(Berard, σ.156-157)