• Σε παλαιότερους χρόνους, κατά τους οποίους ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε καταρρεύσει και η ομίχλη της δουλείας είχε σκεπάσει τις χώρες των Ελλήνων, και η ομίχλη της δουλείας άρχισε να επικαλύπτει τις ελληνικές χώρες, απειλώντας τη μνήμη των ελληνικών χωρών με εξάλειψη, ο Στράβων ο Καππαδόκης, ο Παυσανίας από τη Λυκία, ο Πτολεμαίος Κλαύδιος από την Πτολεμαΐδα της Αιγύπτου, καθώς επίσης και πολλοί άλλοι ελάσσονες γεωγράφοι, που διήλθαν κάθε περιφανή πόλη ή τοποθεσία που καταγράφεται στη μυθολογία, την ιστορία και την τέχνη, ἐγραψαν ο καθένας με το δικό του τρόπο τις εντυπώσεις του από τους τόπους που επισκέφθηκε, μετέδωσαν και παράλληλα διέσωσαν την υπάρχουσα γνώση στους συγχρόνους και τους μεταγενεστέρους. Άπλετο φως περιέλουσε τους τόπους που εξύμνησαν, αυξάνοντας τον σεβασμό προς αυτούς και παρόλο που ολόκληροι αιώνες διήλθαν από τότε, εκείνο το φως της γνώσης παραμένει ως λάμψη λυχνίας αναμμένης από δύναμη ανώτερη ως σήμερα και θα παραμείνει έτσι για πάντα, φωτίζοντας τη μνήμη και τα ένδοξα μνημεία των Ελλήνων. Αυτό το φως της γνώσης κάθε αλλό παρά αμαυρώθηκε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και από τα συγγράματα των νεωτέρων γεωγράφων. Εκείνοι οι αρχαίοι γεωγράφοι ακόμη και σήμερα παρίστανται άμεσοι αδηγοί και ποδηγέτες σ’ αυτούς που τους αρέσει να εντρυφούν στις αναμνήσεις της αρχαίας δόξας και στις επί τόπου έρευνες των αρχαίων ελληνικών πόλεων και χωριών και των πεδίων των ένδοξων μαχών.
    Και σε άλλες εποχές ομοίως, κατά τις οποίες το όνομα της Ελλάδας αποκόπηκε από τις σελίδες τις Ιστορίας, εξαιτίας της ισχυρής ρομφαίας των οπαδών του Μωάμεθ, και το πυκνό σκοτάδι της δυσκλεούς δουλείας την κάλυψε ολόκληρη βρέθηκαν άλλοι Έλληνες, όπως ο Εμμανουήλ Χρυσολωράς από την Κωνσταντινούπολη, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος Κρής, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων από την Κωνσταντινούπολη, προ πάντων δε ο Νικόλαος Σοφιανός από την Κέρκυρα. Όλοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, όπου με το έργο τους διαφώτισαν τον εκεί κόσμο για την Ελλάδα, μέσα από τις εκδόσεις γεωγραφικών έργων και με τις ερμηνείες των παλαιότερων. Πρώτος δε από όλους ο Σοφιανός, συνέγραψε το 1545 έναν γεωγραφικό χάρτη, όπου δίπλα στα κοινά γεωγραφικά ονόματα της τότε υπόδουλης Ελλάδας κατέγραψε και τα ένδοξα ονόματα της αρχαίας Ελλάδος, καλλυπτοντας έτσι μέσω της λάμψης των παλαιότερων ονομάτων την αφάνεια των συγχρόνων.
    Εμβριθής και δόκιμος διάδοχος όλων αυτών σ’ έμας τους νεώτερους Έλληνες δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί. Εμείς οι ασθμαίνοντες σύγχρονοι Έλληνες που αποκαλούμε τους εαυτούς μας απογόνους των αρχαίων Ελλήνων στηρίζοντας τη θέση αυτή στην καταγωγή, λησμονώντας ωστόσο ότι μας διαχωρίζει η χιλιετία της βυζαντινής Ιστορίας από εκείνους. Δεν έχουμε ούτε γεωγραφία της νέας Ελλάδος ούτε εικόνα των πόλεών της, του πολιτισμού και της κοινωνικής κατάστασης, ώστε να επιδείξουμε την νέα Ελλάδα και να την καταστήσουμε γνωστή.
    Στην Εστία (αριθμ.79, 3 Ιουλίου 1877), όπου δημοσιεύσαμε και τα προλεγόμενα του ανέκδοτού μας συγγράματος “Ιστορικόν σχεδίασμα περί των ασχοληθέντων εις γεωγραφικάς μελέτας της Ελλάδος λογίων Ελλήνων από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι σήμερον και βιβλιογραφία των υπό τούτων εκδοθέντων έργων”, γράψαμε και το αναφέρουμε κι εδώ, χωρίς να διατρέχουμε κανένα κίνδυνο να προσκρούσουμε στην αλήθεια, η χώρα αυτἠ παραμένει ακόμα και τώρα άγνωστη. Η από κάθε άποψη εξέταση των επαρχιών, του κλίματος, των προϊόντων, της κοινωνικής και διανοητικής ανάπτυξης, της θρησκευτικής, της εμπορικής και βιομηχανικής κατάστασης κ.ο.κ. πραγματοποιήθηκε από τις ίδιες τις ελληνικές κυβερνήσεις, ή από ιδιωτικούς φορείς αλλά και από συλλόγους ή εταιρείες. Άγνωστα παραμένουν ακόμη ως ένα βαθμό η χλωρίδα της, η ζωολογία, η ορυκτολογία, τα μέταλλά της, τα κατά τόπους προϊόντα, η φυσική κατάσταση του εδάφους, η ορεογραφία και υδρογραφία της, η κλασσική αρχαιότητα, η εκκλησιαστική, οι κατά τόπους διάλεκτοι, που αποτελούν ένα ζωντανό πολύτιμο μνημείο και το οποίο δυστυχώς φθείρεται από το χρόνο. Άγνωστη παραμένει ακόμη η εθνογραφία της Ελλάδας και μάλιστα αυτή των υπόδουλων ακόμη επαρχιών της. Το τελευταίο αποτελεί ζωτικό ζήτημα για τον ελληνισμό, το οποίο τελευταίως ανασύρθηκε από τους εχθρούς του, που το περιέπλεξαν με τα σύγχρονα πολιτικά θέματα.
    Μετά την πάροδο πενήντα χρόνων αυτόνομης ύπαρξης για το ελληνικό κράτος, μετά την παρέλευση τόσων ετών από την ίδρυση ελληνικού πανεπιστημίου και πολυτεχνικής σχολής, μετά την παρέλευση τόσων χρόνων από την ίδρυση στρατιωτικής σχολής, μετά από τη διαρκή διατήρηση και ύπαρξη προξένων στις υπόδουλες επαρχίες της Ελλάδας, μετά από τη σύσταση συλλόγων των απανταχού Ελλήνων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, μετά την ύπαρξη τέλος αρχιερέων, οι οποίοι ασκούν ισοβίως την εξουσία τους στις ελεύθερες και υπόδουλες επαρχίες της Ελλάδος αποτελεί πρωτότυπο γεωγραφικό ή τοπογραφικό έργο, μία μονογραφία, αφιερωμένη σε κάποια επαρχίας. Εξάλλου, εκτός από δύο ή τρεις χάρτης της Ελλάδος, στην υπηρεσία της επιστήμης και της διοίκησης δεν έχει εκπονηθεί. Γι’ αυτό όταν η Ελλάδαπριν από 3 χρόνια προσκλήθηκε στο μεγάλο γεωγραφικό συνέδριο, που συνήλθε στο Παρίσι δεν είχε να επιδείξει τίποτε στις αίθουσες των συνεδριάσεων, όπου το απαστράπτον φως της σοφίας και της επιστήμης έλουζε τα πάντα, και όπου οι ευγενείς κόποι της εργασίας των κυβερνήσεων και των ιδιωτών έβγαζαν εύγλωττη φωνή. Ευχής έργον ωστόσο θα ήτανσε κάποια γωνία να είχε αναρτηθεί και κάποιος χάρτης της Ελλάδος, συντεταγμένος από κάποιον στρατιωτικό, όπου θα απεικονίζονταν τοπογραφικά όλα εκείνα τα πεδία των μαχών, τα οποία δοξάσθηκαν από το αίμα και τους ηρωϊκούς θανάτους των πατέρων μας. Τα έργα αυτά αποτελούν το φυσικό στολίδι και τη δαφνοστεφή δόξα της νεώτερης Ελλάδος.
    Για εμάς η γεωγραφία θεωρείται μάθημα της κατώτατης εκπαίδευσης, και διδάσκεται ατελώς από ανεπαρκή εγχειρίδια. Ο Έλληνας για να μάθει τη γεωγραφία της χώρας του αναγκάζεται να προστρέχει στα έργα ξένων περιηγητών και γεωγράφων, των οποίων τα συγγραφικά έργα και υποκειμενικά είναι και έχουν γραφεί προς όφελος των ομοφύλων τους.
    Εκτός αυτού, τα υπάρχοντα διδακτικά εγχειρίδια, καθώς αποτελούν μεταφράσεις ξένων συγγραμάτων, διχοτομούν την Ελλάδα, διότι σ’ αυτά αναλύεται πληρέστερα η γεωγραφία της ελέύθερης Ελλάδας, ενώ ελάχιστες γραμμές ή σελίδες αφιερώνονται στη γεωγραφία της υπόδουλης.
    Τα ατοπήματα της μεθόδου αυτής στην καθολική ενότητα των ελληνικών περιοχών είναι καταφανή και κατέστησαν καταφανέστερα τα τελευταία χρόνια, οπότε ελληνικές χώρες διεκδικούνται από αλλοφύλους.
    Θα μπορούσαμε να γεμίσουμε ολόκληρες σελίδες συντάσσοντας έναν κατάλογο με τα γεωγραφικά, εθνολογικά, και ιστορικά συγγράματα, τα οποία λόγιοι σλαβικής καταγωγής δημοσίευσαν με την εισήγηση Ευρωπαίων με θέμα τις σλαβικές χώρες και τη σλαβική φυλή. Ακόμη θα μπορούσε να καταγραφεί ο αριθμός των εκδιδόμενων σλαβικών ημερολογίων για κάθε έτος, τα οποία αποτελούν καθημερινή πνευματική τροφή κάθε σλαβικής οικογένειας και κάθε Σλάβος γαλουχείται μ’ αυτά εως ότου έρθει η ώρα να διοικήσει τη χώρα του, σύμφωνα με τα πάτρια ιδεώδη.
    Ποια όμως είναι τα εγκόλπια και οι συνέκδημοι του Έλληνα στις χώρες του; Ποιο έργο σπουδαίο και εμβριθές κατάφεραν να αντιτάξουν οι δικοί μας λόγιοι κατά των έργων εκείνων και ποιος πλούσιος Έλληνας μιμήθηκε τον Leak, τον Ηeuzey, τον Delacoulonche, τον Claubry, για να θυμόμαστε πως υπάρχει γεωγραφική, εθνολογική και αρχαιολογική περιγραφή που μας έδωσε ο ίδιος περιτρέχοντας εν μέσω κινδύνων και κόπων τις υπόδουλες ελληνικές χώρες; Εμείς τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε κανέναν. Απεναντίας γνωρίζουμε έργα, στα οποία έχει γραφτεί πως ελληνικές χώρες της Μακεδονίας, που βρίσκονται περίπου μεταξύ στην 18, 15′ και 19 Μήκους του Μεσημβρινού των Παρισίων και 40, 25′ και 40, 30′ Πλάτους, ή καλύτερα αυτές που τοποθετούνται ΝΔ από τις επαρχίες της Κόνιτσας, ΒΔ από την Κολωνία ΝΑ από τα Γρεβενά, ανατολικά από τον Αλιάκμονα και την λίμνη της Καστοριάς σημειώνονται στον χάρτη του Kiepert ως Regions non exprlorees, που σημαίνει χώρες άγνωστες, που σημαίνει απλά γη που ποτε της δεν κίνησε το ενδιαφέρον των επιστημόνων για να την μελετήσουν. Παραλείπω να πω πως ο ίδιος γεωγράφος σε άλλο σημείο του έργου του σημειώνει ολόκληρες περιοχές των αλβανικών επαρχιών ως άγνωστες, εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε ατελείς γεωγραφικές περιγραφές. Παραδείγματος χάριν σημειώνει πως στην επαρχία Σκαπαρίου 63 villages de position inconnue, στην επαρχία της Μαλακάσας 61 villages de position inconnue, προς Β. του Αυλώνος 16 villages de position inconnue. Το ίδιο συμβαίνει και για άλλες περιοχές.
    Αυτές οι σημειώσεις στο χάρτη σχεδιασμένες από δόκιμο γεωγράφο μαρτυρούν πως οι Έλληνες, παρόλο που είχαν άμεσο συμφέρον να γνωρίσουν εκείνες τις χώρες, δεν έπραξαν τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση.
    Αλλά μήπως είναι γνωστή και η ελεύθερη Ελλάδα; Σε περίπτωση που δημοσιευόταν κάποιος χάρτης, στον οποίο θα χαρτογραφούνταν με την κάθε οι τοποθεσίες των επαρχιών ή νομών της Ελλάδας, βέβαιο είναι ότι σε πολλά σημεία θα υπήρχαν κενά ελλείψη πληροφοριών και γεωγραφικών περιγραφών. Τολμούμε να υποστηρίξουμε, όπως έχουμε γράψει και σε άλλα μας συγγράμματα (βλ. Εστία, αριθ, 79, σελ. 425) πως οι επαρχίες της Ελλάδας δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και αποτέλεσμα αυτής της άγνοιας είναι οι πολιτικές συγκρούσεις. Αφορμή για τις τελευταίες είναι οι κυβερνητικές εκθέσεις διοικητικών υπαλλήλων, οι οποίοι προσπαθούν να συγκεράσουν τα φυσικά πλεονεκτήματα της μιας επαρχίας προς τα μειονεκτήματα της άλλης μέσα από την παροχή βοήθειας.
    Μέγιστη ανάγκη, που επιβάλλεται από την υψηλή και ευγενή ιδέα της ελληνικής ενότητας, ανάγκη που δημιουργήθηκε εξαιτίας των εσχάτως γενόμενων συμβάντων, επιβάλλει να εξερευνηθεί από κάθε πολιτική άποψη η φυσική γεωγραφία των δύο ελληνικών χερσονήσων. Ο καρπός μιας τέτοιας μελέτης είναι πολύτιμος, καθώς οι μεταφράσεις δεν αρκούν. Οι μεταφράσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως δείγμα μελέτης και συγγραφής, διότι κάθε άλλο παρά πληρούν τις εθνικές ανάγκες.
    Η Ελλάς, της οποίας η αποστολή στην Ανατολή είναι μεγίστη, και η οποία οφείλει με τη διπλή της ύπαρξη, την αυτόνομη και την υπόδουλη, να διατηρήσει την εθνική της ενόητητα, οφείλει να μελετά αδιάλειπτα τόσο τα θέματα που την αφορούν όσο και τους γειτονικούς της λαούς. Για την πραγματοποίηση αυτού του έργου όλοι πρέπει να καταθέσουν το αποτέλεσμα της μελέτης και του κόπου τους, καθώς δεν είναι δουλειά ενός ανθρώπου, αλλά πολλών, δουλειά που εμπνέεται από τον έρωτα για την επιστήμη και την αλήθεια.
    Προτάσσοντας αυτές τις λίγες λέξεις δεν έχουμε τη διάθεση να κατηγορήσουμε κάποιον, αλλά να καταγράψουμε την ατελή και αμυδρή εικόνα που επικρατεί στη χώρα μας ως προς την επιστήμη της γεωγραφίας, η οποία αν συνεχιστεί θα έχει ολέθριες συνέπειες, θα βλάψει τον τόπο και θα εμποδίσει την εθνική ανάπτυξη και την πρόοδο.
    (Isambert, τόμ.Ι, σ. δ – ε – στ – ζ – η – θ – ι – ια – ιβ)