• Το Βατοπέδι είναι το μεγαλύτερο σε σχέση με τα άλλα μοναστήρια εκτός από της Λαύρας, είναι το αρχαιότερο απ’ όλα,  και για πρώτη φορά ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Επεκτάθηκε από τον Αρκάδιο, και αφού καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς, τον 9ο αιώνα, ανακαινίστηκε από τρεις πολίτες από την Ανδριανούπολη , οι οποίοι είχαν μονάσει εκεί. Αυτοί οι σπουδαίοι ευεργέτες ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο τελευταίος από τους οποίους υπό το όνομα  Ιωάσαφ, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του μετά την απόσυρσή του από τον θρόνο. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.131)
  • Τα Σκόπια πιθανώς σπάνια τίθεντο υπό τον πλήρη έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Παλαιολόγου οι Σέρβοι τα απέσπασαν από την αυτοκρατορία και έτσι έγιναν η έδρα του Κράλη (βασιλιά). Εδώ ο Νικηφόρος Γρηγοράς συνάντησε στο παλάτι του τον άρχοντα των Τριβαλλών καθώς σοφά επονομάστηκε ο Κράλης, του οποίου ο διάδοχος (το 1342) πρόσφερε προστασία και φιλοξενία στον Ιωάννη Καντακουζηνόόταν αποσύρθηκε πριν τον Απόκαυκο. Με τη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στον Καντακουζηνό και στο βασιλιά της Σερβίας, ο τελευταίος απόκτησε μια προσωρινή εξουσία σε ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας, ενώ οι Ρωμαίοι, όπως αυτοαποκαλούνταν, του έδωσαν τη Ζίχνα, τις Φερρές (Σέρρες), το Μελένικο, τη Στρούμιτσα, και την Καστοριά, και κράτησαν τα Σέρβια (την πόλη), τη Βέροια, την Έδεσσα, το Γυναικόκαστρο, τη Μυγδονία, και τις πόλεις στο Στρυμόνα, καθώς και την περιφέρεια των Σερρών και τα όρη του Ταντεσσάνου. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις ιστορίες της Άννας της Κομνηνής ,του Γρηγορά και του Καντακουζηνού εμφανίζονται αρκετά άλλα ονόματα όπως: στα ιλλυρικά σύνορα Δεύρη, Βελεσσός, Πρίλαππος, Μοράβα και Πρίστηνος, που περιγράφει ο Καντακουζηνός ως πόλη χωρίς τείχη (κώμη ατείχιστος): στη Θεσσαλία, Σέρβια, Καστρίον, Λυκοστόμιον και Πλαταμώνα (Πλαταμών πόλις παραθαλασσία): στα ανατολικά, Ρεντίνα και Δράμα, επίσης Ζίχνα και Μελενίκος, και κοντά Έδεσσα και Βέροια, Όστροβος, Νότια, και Σταρίδολα μαζί με κάποιες άλλες που μπορούν να ανιχνευτούν με σταθερή έρευνα. (Leake, τόμ.ΙΙΙ, σ.478-9)