Παλαιό Όνομα :Στρούγκα
Δήμος :

 


















Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Διασταυρωνόμαστε [ στη Στρούγκα] με κοντόσωμους και βαρείς Σλάβους με φαρδιά και γεμάτα πρόσωπα, χωμένους μέσα στα ολόμαλλα ρούχα τους και τη γούνινη κάπα τους. Με τα πόδια τους βυθισμένα μέσα σε μπότες από μαλακό πετσί, πάνε για το όργωμα ή για την αγγαρεία, ζώα καματερά, αργοβάδιστα και λασπωμένα. Η βρωμιά του Αλβανού ήταν πιο αρχοντική. Οι άντρες βαδίζουν μπροστά από τα βόδια τους ή καπνίζουν καθισμένοι σταυροπόδι μέσα στο καρότσι τους- ένα ξύλινο κασόνι ανεβασμένο πάνω σ΄έναν ξύλινο άξονα και σε ξύλινες μονοκόμματες ρόδες, που το λένε αραμπά και το σέρνει ένα ζευγάρι μικρά μαύρα βόδια. Η γυναίκα ακολουθεί κεντρίζοντας τα βόδια. Από πίσω οι γυναίκες αυτές μοιάζουν με μαύρους μπόγους, χωμένες όπως είναι απ’ το λαιμό ως τα πόδια μέσα στο σαγιά τους, μια κάπα από σκληρό μαλλί. Από μπροστά η ανοιχτή αυτή κάπα αφήνει να φαίνεται ένα εσώρουχο από χοντρό σκληρό πανί, η κοτσούλα, πουκαμίσα ή φούστα που φτάνει ως τους αστραγάλους και που στο κάτω μέρος έχει κολλημένη μια χοντρή πολύχρωμη ποδιά, όπου κυριαρχούν το μαύρο, το πράσινο και το πορτοκαλί. Όλες αυτές οι γυναίκες είναι μεγαλόκορμες. Η πρώτη μας κίνηση ήταν μια κίνηση θαυμασμού για την τόσο γόνιμη τούτη ράτσα και η δεύτερη, οργής απέναντι σ΄αυτούς τους νωχελικούς άντρες που άφηναν να περπατούν και να δουλεύουν γυναίκες σ’ αυτή την κατάσταση. Σε λιγάκι όμως αναγνωρίσαμε μια ιδιοτροπία της μόδας. Οι γυναίκες περιζώνουν την κοιλιά τους μ’ ένα φαρδύ πάνινο ζωνάρι, τη λέσκα, που οι δύο κεντητές και κροσσωτές άκρες της κρέμονται μπροστά τους. Πάνω από τη λέσκα τυλίγουν οχτώ ή δέκα βόλτες, ένα σκοινί από μαύρο πανί, το πογιάς. Τα μαλλιά τους χτενισμένα κοτσίδες, κρέμονται γύρω από το πρόσωπο και έχουν τις άκρες τους χωμένες μεσά στις δίπλες του πογιάς, όπως εμείς χώνουμε την αλυσίδα του ρολογιού μας στο τσεπάκι μας. Η ράτσα αυτή είναι από του φυσικού της άσχημη και θλιβερή. Η δουλειά στα χωράφια της έχει τσακίσει τη ραχοκοκαλιά, της έχει καμπουριάσει τους ώμους, της έχει βαρύνει τα μέλη. Η συνήθεια του φόβου και της υποταγής λύγισε τον τράχηλο της και έσβησε το βλέμμα της. Θα έλεγε όμως κανείς ότι οι άντρες αυτοί και οι γυναίκες αυτές πασχίζουν με τη σειρά τους να φαίνονται ακόμα πιο θλιβεροί και πιο άσχημοι. Η φορεσιά τους, χωρίς χάρη και χαρά, έχει θλιβερά σκουροπράσινα και μαύρα κεντήματα. Πόσο ωραίος φαίνεται μπροστά τους ο Αλβανός αυτός με το κόκκινο ντουλαμά!(Berard, σ.138- 146)
  • Το λαγκάδι που κατεβαίνουμε, βγαίνει σε μια μεγάλη επίπεδη έκταση, ανάμεσα στα δασωμένα βουνά που έχουμε αριστερά μας και στους καλαμιώνες της λίμνης δεξιά μας. Μπροστά μας η καταχνιά τυλίγει πέρα θερισμένους καλαμιώνες, καλαμπόκια όρθια ακόμη, φουντωτές καστανιές και αραμπάδες που τρίζουν πάνω στα αλάδωτα αξόνια τους. Στους νοτισμένους κάμπους, μέσα σε βραγιές και σε αγκαθόβατους βόσκουν κοπάδια από βόδια. Μέσα σε λιμνούλες στεκαμένου νερού βουβάλια κοιμούνται μισοβουτηγμένα στο βουρκάρι. Κατά διαστήματα ακούγεται από μακριά η αργή μελωδία ενός λαού που είναι σκυμμένος στη δουλειά. Τόπος ήσυχος και υπνηλός. Τη γαλήνη του ζεστού αυτού πρωινού τη διαταράζει μόνο ένας επόπτης αγγαρείας. Με το κουρμπάτσι (βούρδουλας) στο χέρι κεντρίζει από κάθε πλευρά του δρόμου τα φτυάρια και τα χεράμαξα. Ένα ολάκερο χωριό δουλεύει στο δρόμο, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ο επόπτης με το ψηλό κόκκινο φέσι τρομοκρατεί το λαό τούτο. Οι βλαστημίες και οι βουρδουλιές πέφτουν βροχή στην πλάτη των αδύναμων. Ούτε ένα παράπονο δεν ακούγεται ούτε μια μουρμούρα. Σλάβικη αγγαρεία.
    Ύστερα από μια ώρα λιθόστρωτου δρόμου με έντονα πάνω του τα ίχνη του των τροχών, φτάνουμε στα πρώτα σπίτια της Στρούγκας. Η Στρούγκα είναι χτισμένη πάνω σε καρβουνιασμένη γη, μέσα σε καλαμιώνες και κλαίουσες ιτιές. Τα τετραώροφα ξύλινα σπίτια της έχουν μια θλιβερή όψη βρωμιάς και ξεχαρβαλώματος, ακόμη και τα νεόχτιστα. Στο ισόγειο είναι μαγαζιά, εξώπορτες, μεγάλοι ανοιχτοί χώροι όπου δουλεύουν χειροτέχνες, βαρελάδες, καραποιοί και χαλκιάδες, καθώς και τζαμόπορτες με βρώμικα τζάμια, πίσω από τα οποία οι αράχνες καλύπτουν τη λίγδα του εσωτερικού. Τα πατώματα προεξέχουν το ένα από τ’ άλλο. Η βαφή των προσόψεων έχει φύγει. Το ξύλο σαπίζει. Τα παράθυρα δεν έχουν πια ούτε τζάμια ούτε κουφώματα και οι τρύπες είναι στουμπωμένες με χαρτιά, πατσαβούρια και σκισμένες εφημερίδες. Αντίθετα σε όλα αυτά κάνει η καθαριότητα των δρόμων, που τους έχουν καταβρέξει οι κουβάδες των περιοίκων δροσίζοντας έτσι τους σουλατσαδόρους και τους φουμαδόρους.
    Τους σωρούς τα καρπούζια, τα πεπόνια και τις τομάτες τους διαδέχονται φούρνοι και ψησταριές, με τεράστια πιάτα με κρεμμύδια. Οι διαβάτες δεν αποκρίνονται τίποτα και δείχνουν να μην καταλαβαίνουν ούτε τα αλβανικά ούτε τα ελληνικά, τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι δικοί μας άνθρωποι. Κανείς δεν μας περιτριγύρισε όπως στα χωριά της Ελλάδας και της Αλβανίας. Ρωτούμε στα ελληνικά έναν με φαρδιά νησιώτικη βράκα. – Δεν μιλούμε τα ρωμαίικα εδώ, δεν είμαστε Έλληνες εμείς, είμαστε Βούλγαροι, μας αποκρίνεται στα καθαρότερα ελληνικά του ελληνικού κόσμου. Μας προξενεί έκπληξη που ένας βούλγαρος πατριώτης φορά την ελληνική νησιωτική φορεσιά. – Ναι, γιατί δεν είμαι από εδώ, είμαι απ’ τη Σαλονίκη και πριν γίνω Βούλγαρος, τον καιρό που δεν ήξερα ακόμη, πίστευα πως ήμουν Έλληνας-. Αποτολμούμε να του παρατηρήσουμε ότι η ελληνικότητά του παραμένει ακόμη ολοφάνερη, παρά τη γνώση που απέκτησε, στις ζωηρές του χειρονομίες και στην πολυλογία του. – Μολαταύτα, αφότου πήγα στη Σόφια και έμαθα, είμαι Βούλγαρος, και εδώ στη Στρούγκα όλοι είναι Βούλγαροι-. (Berard, σ.138- 146)
  • Η πόλη της Στρούγκας απλώνεται στις δύο όχθες του Δρίνου, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σημείο όπου ο ποταμός πηγάζει από τη λίμνη της Αχρίδας. Η αριστερή όχθη κατέχεται από τη σλαβική συνοικία, απ’ αυτούς που αυτοονομάζονται Βούλγαροι και που θα τους αποκαλούμε και μεις Βούλγαρους προσωρινά, αφήνοντας γι’ αργότερα να συζητήσουμε τα περί καταγωγής τους. Οι Βούλγαροι έχουν σχεδόν 300 σπίτια (1.200- 1.500 άτομα) ένα βουλγαρικό σχολείο και μια παλιά εκκλησία. Ζουν από τη γεωργία και το ψάρεμα. Ο Δρίνος είναι φραγμένος από τα δίχτυα τους, τα παραγάδια τους και τα ενυδρεία τους και μια ολόκληρη γωνιά της πόλης ζέχνει από ψάρια που ξεραίνονται ή σαπίζουν. Σ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής και της νηστείας των Χριστουγέννων οι άνθρωποι της Στρούγκας κάνουν εμπόριο με όλο το βουνό. Στη δεξιά όχθη του ποταμού, στη μουσουλμανική συνοικία- εξήντα περίπου ερειπωμένα σπίτια και ένα τζαμί- ο μουσουλμανικός πληθυσμός που ελαττώνεται σταθερά, αποτελείται από μερικούς Οσμανλήδες, από Σλάβους που είχαν άλλοτε εξωμόσει, αυτοί ή οι πρόγονοί τους, και από Αλβανούς. Μπέηδες και αγάδες που κατέχουν ακόμη ολόκληρο σχεδόν τον τόπο. Δεν αισθάνονται όμως καθόλου άνετα έτσι όπως είναι υπο παρακολούθηση, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους χριστιανούς που τους ξεσηκώνουν οι ξένες προπαγάνδες και μεταναστεύουν στην Αχρίδα, στο Μοναστήρι και στη Θεσσαλονίκη. Το υπόλοιπο καντόνι της Στρούγκας έχει 7.000 κατοίκους, απ’ τους οποίους μόλις χίλιοι είναι μωαμεθανοί, αλβανοί αγάδες στο Πισκουπάλ και τη Στάροβα, στη δεξιά όχθη της λίμνης, και σλάβοι αγρότες στην ύπαιθρο των δύο αυτών πόλεων. Οι προσηλυτισμοί αυτοί έγιναν με τη βία τον περασμένο αιώνα.
    Η Στρούγκα οφείλει την ύπαρξή της στο γεφύρι της. Ο Πληθυσμός εγκαταστάθηκε πολύ φυσιολογικά στο υποχρεωτικό αυτό πέρασμα του καραβανιού. Πουθενά δεν μπορείς να διαβείς το ποτάμι μεσ’ από το νερό εξαιτίας των τελμάτων, των καρβουνότοπων ολόγυρα, της λασπουριάς και των βούρλων του βυθού. Πρέπει να υπήρχαν πάντοτε γεφύρι και πόλη στο σημείο αυτό ή στα κοντινά περίχωρα. Το σημερινό γεφύρι είναι από ξύλο, ολοκαίνουργιο, προσωρινό, φτιαγμένο με χωριστά δοκάρια και καρφωμένα σανίδια. Στον κρυστάλλινο βυθό όμως διακρίνονται πέτρινα χαλάσματα, κατάλοιπα χτισμάτων. Ο Δρίνος κυλά λαγαρός, πλατύς και ξέχειλος, χωρίς καθορισμένες όχθες, μέσα σ’ ένα τόσο πράσινο, τόσο χορταριασμένο φόντο, που μετά βίας ξεχωρίζει μακριά το ποτάμι από τα γειτονικά λιβάδια. Πάνω στο γεφύρι, σε μια διπλή σειρά παραπηγμάτων, οι Βούλγαροι πουλούν στα καραβάνια φρεσκα ή παστωμένα ψάρια. Αλβανοί φορτώνουν στα αλογάκια τους σάκους με χέλια και πέστροφες που σπαρταρούν. Θα φτάσουν στην αγορά του Ελβασάν ύστερα από δύο μέρες πορείας κάτω από τον καφτερό ήλιο!
    Τα πιο πολλα από τα παραπήγματα είναι κλειστά γιατί εδώ και δυο μέρες οι μισοί τουλάχιστον Στρουγκιώτες βρίσκονται στην Αχρίδα για να υποδεχτούν τον καινούργιο βούλγαρο μητροπολίτη.
    Λίγος καιρός είναι που άρχισε αυτό. Όταν ο άνθρωπός μας ήρθε εδώ, δεκαπέντε είκοσι χρόνια πριν, κανείς δεν ήξερε και όλοι αυτοθεωρούνταν Έλληνες. Προχώρησε όμως με ταχύ ρυθμό. Το βουλγαρικό σχολείο συντηρήθηκε στην αρχή με επιχορήγηση του εξάρχου. Η γηγενής κοινότητα πλήρωνε τότε ένα σέρβο δάσκαλο. Τώρα άλλο σχολείο δεν υπάρχει από το βουλγαρικό. Το δυστύχημα είναι ότι στην ύπαιθρο οι χωριάτες είναι καθυστερηνένοι, δεν καταλαβαίνουν τον πατριωτισμό και συχνά προτιμούν τους παπάδες του Πατριάρχη απ’ αυτούς της Αυτού Αγιότης του εξάρχου(τον ελληνικό κλήρο από το βουλγαρικό). Σε τούτο το καντόνι μόνο οι 300 οικογένειες της Στρούγκας είναι φωτισμένες, όλοι οι άλλο, ζώα!
    (Berard, σ.138- 146)
  • Η απόσταση ανάμεσα στη Στρούγκα και την Αχρίδα είναι δύο ώρες (12-15 χιλιόμετρα) και ο δρόμος είναι χωματόδρομος ανάμεσα σε καλαμιώνες και λασπόνερα. Και εδώ δουλεύουν στην επίστρωση του δρόμου. Έχουν φέρει όμως εδώ Αλβανούς με τη βία και τους επιβλέπουν χωροφύλακες.
    (Berard, σ.148-149)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Η Στρούγκα βρίσκεται κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Αχρίδας. Ένας καλός, μακρύς καρόδρομος ενώνει τις δυο πλευρές ενώ κοπάδια και μουλάρια φορτωμένα ξυλοκάρβουνο και ιππείς συναντώνται σε αυτό το δρόμο. Στη λίμνη υπάρχουν πολλές βάρκες-που μοιάζουν με γόνδολες- με τεράστια -σαν φτυάρια- κουπιά. Περιέργως, οι βάρκες της Αχρίδας δε χρησιμοποιούν πανιά. Όσο εξαίσια κι αν είναι η αύρα της λίμνης και μακρινή η διαδρομή-πολλές φορές διαρκεί όλη την ημέρα –η απόσταση καλύπτεται μόνο με τα κουπιά. Αυτό δε συμβαίνει επειδή οι ντόπιοι αγνοούν τη χρησιμότητα των ιστίων αλλά λόγω του γεγονότος ότι οι σφοδροί άνεμοι από τα βουνά είναι τόσο ξαφνικοί και θυελλώδεις που σε μια στιγμή μπορούν να αναποδογυρίσουν ένα ιστιοφόρο. Στην περιοχή οι παλαιού τύπου νερόμυλοι χρησιμεύουν στην άρδευση. Στη Στρούγκα υπάρχουν λίγοι Βούλγαροι ή Έλληνες. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι οι Τούρκοι ενώ εντύπωση προκαλεί το αλβανικό στοιχείο. Οι άνδρες είναι ψηλοί και μελαχρινοί και είναι εμφανίσιμοι με κανονικά χαρακτηριστικά. Εκεί και σε όλη την περιφέρεια οι Αλβανοί δίνουν την εντύπωση ότι είναι φιλάρεσκοι .Τους αρέσει το πανωφόρι τους να είναι στολισμένο με ασήμι και χρυσό. Η φουστανέλα τους είναι συνήθως πολύ καθαρή. α παπούτσια τους -συχνά από κόκκινο δέρμα- έχουν μια τεράστια φούντα σε κάθε δάχτυλο, κάτι το οποίο δε δείχνει όμορφο αλλά οι ίδιοι καμαρώνουν γι’αυτό. Τα δυο όπλα που φέρουν στη μέση τους είναι πάντοτε σκαλιστά και διακοσμημένα με ψηφίδες, συχνά με πολύτιμους λίθους και με μια χρυσή επιγραφή κατά μήκος της κάννης. (Frazer,σ. 233-234)
  • Πέρα από τη Στρούγκα ,το τοπίο γίνεται άγριο. Δεν υπάρχουν χωριά και λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούν.(Frazer,σ. 234)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Αλβανικό χωριό που βρίσκεται στο σημείο όπου ο μαύρος Δρίνος ξεχύνεται από τη λίμνη προς βορεινή κατεύθυνση. (Walker,σ. 111)
  • Η ιχθυόσκαλα της Στρούγκας στο Δρίνο είναι πολύ σπουδαία εγκατάσταση. Εδώ οι ψαράδες πιάνουν σολομούς και χέλια σε μεγάλες ποσότητες, ιδίως χέλια. Σε μερικές περιπτώσεις πιάνουν μέχρι 6.000 οκάδες τη φορά. Κατόπιν τα αλατίζουν και τα στέλνουν στη Σερβία, στη Βλαχία και σε όλες τις επαρχίες του Δούναβη. Τα χέλια τα πιάνουν με παγίδες από λυγαριά και τους σολομούς με ένα τεράστιο πιρούνι σαν καμάκι. Η εποχή για ψάρεμα κρατάει δύο μήνες, Μάιο και Ιούνιο. (Walker,σ. 112)
  • Η εκκλησία της Στρούγκας, χτισμένη το 1835, είναι όμορφη και στερεή. Το τέμπλο της είναι πολύ ωραίο, σκαλισμένο και χρυσοποίκιλτο με αρκετές εικόνες σε καλή κατάσταση. Στις εικόνες αυτές τα πρόσωπα έχουν γύρω από το κεφάλι φωτοστέφανο και τα χέρια είναι ντυμένα με ασήμι. (Walker,σ. 113)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.