Παλαιό Όνομα : Άκανθος
Δήμος : Σταγείρων – Ακάνθου

















Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Η Μέντη, η Σκιώνη, η Άφυτος, η Χαλκίς, η Τορώνη, η Άκανθος, η Ουρανούπολη και άλλες πόλεις της Παλλήνης και της Χαλκιδικής ήταν ανεξάρτητες και έκοβαν το δικό τους νόμισμα. Το ίδιο συνέβαινε και με την Αμφίπολη, την Πύδνα και τη Νεόπολη. Οι Βισάλτες, οι Κρηστωνοί, οι Σάτρες, οι Πιέριοι, οι Ηδωνοί και οι Οδόμαντες είχαν τα ίδια προνόμια. Όταν, όμως, ο Φίλιππος κατέκτησε τις περιοχές αυτές τους στέρησε όλα τα προνόμια της αυτονομίας τους. Εξαίρεση αποτέλεσε η Αμφίπολη την οποία προστάτευε η Αθήνα. Αργότερα, ο Φίλιππος έθεσε υπό την κυριαρχία του όλες τις πόλεις μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου και την Αμφίπολη, η οποία έχασε και το δικαίωμα να κόβει νόμισμα.( Cousinery, τομ.ΙΙ, σ. 36-37)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Παίρνοντας τον παραθαλάσσιο δρόμο που βρίσκεται νότια της Στρατονίκης φτάνουμε μετά από διαδρομή έξι ωρών στην Ιερισσό, η οποία απέχει 17 ώρες από τη Γαλάτιστα. Η ίδια αυτή κωμόπολη δείχνει την θέση της αρχαίας Ακάνθου, που ήταν αποικία των Ανδρίων και στην οποία ο Ξέρξης έμεινε πολύ καιρό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά της Ελλάδος. Η Ιερισσός βρίσκεται στον μυχό του κόλπου Στελλάρια, στον στενό ισθμό που χωρίζει τον Άθωνα από την Χαλκιδική. Είναι δε χτισμένη σε κλυτίες λόφου που από την πάνω πλευρά του έχει κάποιο μεσαιωνικό φρούριο, το οποίο θεμελιώθηκε απάνω σε ερείπια ελληνικού κτίσματος από γρανίτη. Στην παραλία δε φαίνονται ακόμη τα λείψανα της αρχαίας προκυμαίας. Η Ιερισσός είναι το μόνο προσιτό μέρος από τα παράλια του Άθωνος. Εδώ μπορεί κάποιος να βρει και μικρές λέμβους για να μεταβεί στην Καβάλα και τη Θάσο. Από τους λόφους της Ιερισσού εκτείνεται τερπνή θέα σε όλη τη Χερσόνησο του Άθω ως τις κορυφές του στον κόλπο της Κοντέσσας ως το όρος Παγγαίο και από όλο τον κόλπο του Αγίου Όρους προς δυσμάς φαίνεται ο Θερμαϊκός Κόλπος. Έξω από την Ιερισσό ο δρόμος διέρχεται μία σειρά από λόφους. (Isamber,σ.53)
  • Η Ιερισσός βρίσκεται στον μυχό του κόλπου Στελλαριά, στον στενό ισθμό που ενώνει τον Άθωνα με τη Χαλκιδική. (Isambert, σ. 53)
  • Έξω από την Ιερισσό η οδός διέρχεται μια σειρά από λόφους και φτάνει στη μικρή πεδιάδα της Πραυλίκας, όπου είναι και το στενότερο μέρος του Άθω. Αυτό το συγκεκριμένο μέρος της γλώσσας έχει πλάτος 2 χιλιόμετρα και το ανέσκαψε ο Ξέρξης για να διαβεί ο στόλος του. Ακόμη και σήμερα φαίνοναι στα νότια ίχνη της ανασκαφής που δείχνουν τη γραμμή της διώρυγας.
    Από εκεί διερχόμαστε την καλλιεργημένη και κατάμεστη από δένδρα πεδιάδα της Πραυλίκας, στην οποία βρίσκονται πολλά μετόχια Μονών. Στα νότια είναι κάποια ερείπια τα οποία λέγεται πως είναι αυτά της αρχαίας Σάνης, που ήταν αποικία των Ανδρίων, η οποία σύμφωνα με τον Λήκ μπορεί να είναι η Ουρανούπολη, που θεμελιώθηκε από τον Αλέξαρχο τον αδελφό του Κασσάνδρου, βασιλιά της Μακεδονίας. (Isambert,σ. 53-54)
  • Στο λόφο της Ιερισσού υπάρχει ένα ερειπωμένο κάστρο του Μεσαίωνα και στην ακτή βρίσκεται ένας ανεμόμυλος, ο μοναδικός που έχω δει στην ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από τα Μέγαρα, όπου εδώ υπάρχει επίσης ένας αρχαίος μεγάλος μώλος, ο οποίος προωθείται σχηματίζοντας μια καμπύλη μέσα στη θάλασσα και παρά το γεγονός ότι είναι κατεστραμμένος, συνεχίζει ακόμα να εξυπηρετεί τα πλοία τα οποία διαπλέουν τον Στρυμωνικό Κόλπο. Ο Ηρόδοτος αποκαλεί τη θάλασσα στο βορειότερο άκρο της Διώρυγας του Ξέρξη, Θάλασσα της Ακάνθου, όπου ο μώλος αποτελεί επαρκείς ένδειξη της θέσης του λιμανιού της Ακάνθου και συνεπώς η Άκανθος καταλαμβάνει ακριβώς τη τοποθεσία της νεότερης Ιερισσού, σε επαλήθευση του οποίου, βρήκα στην παραθαλάσσια ή στη βορειότερη πλευρά του λόφου πάνω στον οποίο βρίσκεται το χωριό, κάποια τμήματα αρχαίου τειχίσματος, κατασκευασμένου από τετράγωνα τεμάχια από γκρι μάρμαρο,το οποίο παράγεται σ’ ένα αρχαίο λατομείο κοντά στο λιμάνι του Πλατέος.(Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 147)
  • Το λάθος του Στράβωνος και του Πτολεμαίου πρέπει να προέρχεται από την εδαφική περιοχή της Ακάνθου, η οποία εκτείνεται σε μια αξιόλογη απόσταση κατά μήκος της ακτής του Σιγγιτικού όπως και του Στρυμωνικού κόλπου, από το σχηματισμό του οποίου η Ιερισσός δεν είναι δύο μίλια απόσταση. Θα μπορούσε ακόμη να φανεί από το Λίβιο, ότι η Άκανθος είχε ένα λιμάνι σ’ αυτό τον κόλπο, καθώς στην περιγραφή του για την πορεία του στόλου του Αττάλου και των Ρωμαίων στο Μακεδονικό πόλεμο, το 200 π.Χ, μετά την αποτυχία τους στην Κασσανδρία κατέπλευσαν στην Άκανθο, αναφέρει μόνο ότι αυτοί κατέπλευσαν γύρω από το ακρωτήρι του Κανίστρου και αυτό της Τορώνης, υποδηλώνοντας με αυτό το τρόπο ότι αυτοί δεν παρέκαμψαν το ακρωτήρι του Άθω.
    ( Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 148)
  • Μεταξύ πολλών αρχαίων νομισμάτων, τα οποία έχω αποκτήσει από ανθρώπους της Ιερισσού και τα περισσότερα από τα οποία έχουν βρεθεί επί τόπου ή σε χωράφια που καλλιεργούνταν από τους χωρικούς, εκείνα της Ακάνθου είναι τα πιο πολυάριθμα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλης περιοχής και προέρχονται από πολύ παλιές εποχές, μερικά από τα οποία είναι ασημένια από την μακρινή αρχαιότητα, ενώ εκείνα από χαλκό είναι γενικά πρόσφατων χρόνων. Τα επόμενα σε αριθμό, μετά τα νομίσματα της Ακάνθου, αποτελούν εκείνα της Ουρανούπολης ή της πόλεως των Ουρανίδων, όπως το όνομα αυτό εγγράφεται πάνω σε αυτά τα νομίσματα. Για την περιοχή αυτή η ιστορία δεν μας έχει αφήσει καμία πληροφορία, εκτός από το ότι είχε ιδρυθεί από τον Αλέξαρχο, τον αδερφό του Κασσάνδρου, του βασιλιά της Μακεδονίας. Πιθανότατα καταλάμβανε την ίδια τοποθεσία με τη Σάνη. Ο Πλίνιος δεν είχε συμπεριλάβει τη Σάνη μεταξύ των πόλεων του Άθω. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σσ. 148-149)
  • Ο Σκύλακας, ο οποίος αντλεί τις πληροφορίες του από τον περίπλου της περιοχής είναι η πιο αξιόπιστη πηγή. Ο Σκύλακας έχει ταξινομήσει τις πόλεις με τον ακόλουθο τρόπο, παραπλέοντας από την Τορώνη : Δίον, Θύσσος, Κλεωναί, Όρος Άθως, Χαραδρίαι, Ολόφυξος και μετά η Άκανθος. Από αυτή την διάταξη υποδεικνύεται ότι η Θύσσος και οι Κλεωναί ήταν στη νότια πλευρά ενώ οι Χαραδρίαι και η Ολόφυξος στη βόρεια ακτή. Κανένας από τους δύο ιστορικούς δεν αναφέρει τη Σάνη μεταξύ των πόλεων της Ακτής έστω και αν αυτή ήταν εντός του ισθμού . Ο Ηρόδοτος τοποθετεί δίπλα στην Σάνη , το Δίον μετά την Ολόφυξο, την Άκραθο, τη Θύσσο και τις Κλεωνές , ενώ ο Θουκυδίδης τις κατατάσσει , ξεκινώντας όμως από τη Σάνη: Θύσσος, Κλεωναί, ‘Ακραθος, Ολόφυξος, Δίον. Αν υποθέσουμε στη συνέχεια, πως οι δύο ιστορικοί έχουν ακολουθήσει διαφορετικές κατευθύνσεις γύρω από την χερσόνησο, τότε οι απόψεις τους συγκλίνουν, καθώς και με αυτές του Σκύλακα, μεροληπτώντας υπέρ της άποψης ότι η Θύσσος και οι Κλεωναί ήταν στην νότια ακτή και η Ολόφυξος στα βόρεια αλλά διαφωνούν με αυτόν σε σχέση με το Δίον, οι οποίοι τείνουν να τον τοποθετούν στη νότια ακτή.
    Ωστόσο, καθώς όλοι συμφωνούν στο να προβάλλουν το Δίον ως την κοντινότερη πόλη στον ισθμό, άποψη με την οποία και ο Στράβων συμφωνεί κατατάσσοντας έτσι τις πόλεις της Ακτής- Δίον ,Κλεωναί, Θύσσος, Ολόφυξος, Άκραθος, είναι πολύ πιθανό ότι το Δίον δεν ήταν ούτε στη βορεινή ούτε στη νότια πλευρά της χερσονήσου αλλά στη δυτική ή στον κόλπο της Ακάνθου. Σε αυτή την περίπτωση, αν γίνει αποδεκτό ότι το Βατοπέδι και ο Αρσανάς του Χιλανδαρίου αποτελούσαν αρχαίες τοποθεσίες, θα ακολουθήσει, αν εμπιστευτούμε την κατάταξη του Σκύλακα, η οποία προς το παρόν δεν είναι αντίθετη προς τη μαρτυρία των ιστορικών ή του Στράβωνος, εφόσον όλοι παραλείπουν τις Χαραδρίες, οπότε η τελευταία τοποθεσία είναι η Ολόφυξος και αυτή του Βατοπεδίου είναι η θέση των Χαραδριών. Όσον αφορά τη Θύσσο και τις Κλεωνές, το ένα από αυτά εμφανίζεται να είχε καταλάβει κάποια τοποθεσία κοντά στη Ζωγράφου ή στη μονή Δοχειαρίου και το άλλο στην Ξηροποτάμου. Είναι αδύνατον όμως, να φτάσουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα, εκτός και αν θεωρήσουμε τον περίπλου του Σκύλακα ως τη πιο αξιόπιστη πηγή σε σχέση με τις άλλες. Ο Ηρόδοτος και ο Στράβωνας φαίνεται να τοποθετούν τις Κλεωνές στην δυτικότερη τοποθεσία, ενώ ο Θουκυδίδης που συμφωνεί με τον Σκύλακα, αποδίδει αυτήν την τοποθεσία στη Θύσσο. Σε αυτή την περίπτωση η Ξηροποτάμου καταλαμβάνει την τοποθεσία των Κλεωνών και η Θύσσος βρίσκεται κοντά στη Δοχειαρίου ή στη Ζωγράφου. Η ανακάλυψη κάποιας επιγραφής, θα συντελούσε σημαντικά στο να διασαφηνιστεί το ερώτημα σχετικά με τις αρχαίες τοποθεσίες της Ακτής.
    Ο Πλίνιος είχε μπερδέψει τόσο πολύ τα ονόματα από τις πόλεις σε αυτό το μέρος της Μακεδονίας έτσι ώστε, κανένα ασφαλές συμπέρασμα δεν θα ήταν δυνατό να εξαχθεί από αυτόν μολονότι, θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόλογη παρατήρηση ότι αυτός, όπως και οι άλλοι τέσσερις συγγραφείς που είχαν κατατάξει τις πόλεις, τοποθέτησαν τη Θύσσο και τις Κλεωνές σε γειτονικές περιοχές.
    (Leake, τομ.ΙΙΙ, σσ. 150 – 152)
  • Μια διαδρομή σαράντα λεπτών μας φέρνει στο τέλος των καλλιεργημένων εδαφών της Ιερισσού, στα εδάφη αυτά παράγεται καλαμπόκι και κρασί. (Leake, τόμ. III, σ. 158)
  • Το Ίσβορο αποτελείται από τριακόσια με τετρακόσια σπίτια χωρισμένα σε δύο, σχεδόν ισομερής, “μαχαλάδες”, σε απόσταση ενός μιλίου ο ένας από τον άλλο. Ο ένας “μαχαλάς” κατοικείται από Έλληνες, με επικεφαλής τον επίσκοπο Ερισσού, τοποτηρητή της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, ο οποίος έφερε τον τίτλο και του επισκόπου Αγίου Όρους. (Leake, τόμ. III, σ. 160)
  • Η διαδρομή ακολουθεί την κατεύθυνση της ακτής, και μέσα σε 2 ώρες και 45 λεπτά, όταν η κορυφή του υψώματος που σβήνει στον κόλπο σχηματίζει το βορειότερο άκρο της χερσονήσου, και η ανατολική πλευρά της εισόδου μέσα στον Κόλπο της Ιερισσού, τότε αφήνουμε το υψηλότερο σημείο από αυτή την κορυφογραμμή στα αριστερά, και κατερχόμαστε σε μια αμμώδη παραλία η οποία συνορεύει με τον Κόλπο της Ιερισσού και εκτείνεται στα βόρεια μέχρι το πόδι του όρους Ίσβορου.
    (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 142)
  • Στο αντικρινό άκρο του ισθμού ή εκείνου που συνορεύει με το Συγγιτικό κόλπο, το κανάλι διαπερνά τις τελευταίες 200 γυάρδες κατά μήκος της κοίτης, η οποία πηγάζει άνωθεν της Ιερισσού και αποχέει τα νερά της μέσα στη θάλασσα μεταξύ δύο μικρών υψωμάτων, τα οποία περικλείουν αυτό το άκρο του καναλιού, και πίσω από την ανατολική πλευρά του οποίου, άνωθεν του υψώματος του καναλιού, υπάρχουν δύο άλλα όμοια υψώματα. (Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 144)
  • Ο δρόμος από τη Σάνη στην Ιερισσό ακολουθεί μέχρι τέλους το ρυάκι, όπου αυτό συνδέει τη Διώρυγα του Ξέρξη με μια ανοιχτή έκταση με λόφους, ο οποίος περνώντας από τον ένα κόλπο στον άλλο, χωρίζει έτσι το λιβάδι του Πρόβλακα από τον κάμπο της Ιερισσού, καταλήγοντας στη βορειότερη ακτή σ’ ένα ακρωτήρι, το οποίο εκτείνεται στη μέση της διαδρομής μεταξύ της Ιερισσού και του Βατοπεδινού μετοχιού, αποκλείοντας τη δυνατότητα της θέας από τη μια κοιλάδα στην άλλη. Στο άνοιγμα της κορυφογραμμής βρίσκεται ένα άλλο μετόχι, το οποίο ανήκει σ’ ένα από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μισό μίλι πιο πέρα από αυτό, σε ένα ύψωμα που συνορεύει με την κορυφογραμμή, βρίσκεται η Ερισσός ή Ιερισσός που αποτελείται από 150 διασκορπισμένα σπίτια, τα οποία κατοικούνται εξολοκλήρου από Έλληνες και από τα οποία εκείνα που είναι πιο κοντά στη θάλασσα εκτείνονται σε απόσταση περίπου ενός τετάρτου του μιλίου από αυτό και μισή ώρα από το Βατοπεδινό μετόχι. Στο λόφο της Ερισσού υπάρχει ένα ερειπωμένο κάστρο του Μεσαίωνα και στην ακτή βρίσκεται ένας ανεμόμυλος, ο μοναδικός που έχω δει στην ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από τα Μέγαρα, εδώ υπάρχει επίσης ένας αρχαίος μεγάλος μώλος, ο οποίος προωθείται σχηματίζοντας μια καμπύλη μέσα στη θάλασσα και παρά το γεγονός ότι είναι κατεστραμμένος, συνεχίζει ακόμα να εξυπηρετεί τα πλοία τα οποία διαπλέουν τον Στρυμωνικό Κόλπο. Υπάρχουν μερικά κτίρια με παρόμοια κατασκευή σε μια μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα, ιδιαίτερα κοντά σ’ ένα νέο χάνι στο χαμηλότερο σημείο του χωριού. Αυτά φαίνεται να ανήκαν στα τοιχώματα της πόλης, και στο τειχισμό της Ακρόπολης. Πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να υπάρξουν αμφιβολίες, και συνεπώς, Ο Πτολεμαίος και η Επιτομή του Στράβωνος έχουν εσφαλμένα τοποθετήσει την Άκανθο στον Συγγιτικό στην θέση του Στρυμωνικού κόλπου, στον οποίο υπάρχουν σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο, ο οποίος εξαιρετικά σωστά τους τοποθέτησε στην τοπογραφία του για την Περσική εισβολή και με τον οποίο ο Scymnus και ο Mela βρίσκονταν σε συμφωνία. Το λάθος του Στράβωνος και του Πτολεμαίου πρέπει ίσως να προέρχεται από την εδαφική περιοχή της Ακάνθου, η οποία εκτείνεται σε μια απόσταση που διέρχεται κατά μήκος της ακτής του Συγγιτικού όπως και του Στρυμωνικού κόλπου, από το σχηματισμό δε αυτό η Ερισσός δεν είναι ούτε δύο μίλια απόσταση. Θα μπορούσε ακόμη να φανεί από το Λίβυο, ότι η Άκανθος είχε ένα λιμάνι σ’ αυτό τον κόλπο, καθώς στην περιγραφή του για την πορεία του στόλου του Αττάλου και των Ρωμαίων στο Μακεδονικό πόλεμο, 200 π.χ, μετά την αποτυχία τους στην Κασσανδρία κατέπλευσαν στην Άκανθο, αναφέρει δε μόνο ότι αυτοί κατέπλευσαν γύρω από το ακρωτήρι του Κανίστρου και της Τορώνης, υποδηλώνοντας με αυτό το τρόπο ότι αυτοί δεν παρέκαμψαν το ακρωτήρι του Άθου.
    (Leake,τόμ. ΙΙΙ,σ.146 – 148)
  • Μεταξύ πολλών αρχαίων νομισμάτων, τα οποία έχω αποκτήσει από ανθρώπους της Ιερισσού και τα περισσότερα από τα οποία έχουν βρεθεί επί τόπου ή σε χωράφια που καλλιεργούνταν από τους χωρικούς.(Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 148)
  • Από την Ιερισσό ένας δρόμος, ο οποίος τη συνδέει σύντομα με το νότιο άκρο του Πρόβλακα, ή την πλευρά της Σάνης, οδηγεί παραπλεύρως των άκρων του Συγγιτικού και του Τορωναίου κόλπου στον Πίνακα, στην πλευρά της Ποτίδαιας, η οποία αργότερα ονομάστηκε Κασσανδρεία. Ο δρόμος από την Ιερισσό στην Πόρτα περνάει από τον Άγιο Νικόλαο, ένα χωριό όχι μακριά από το βορειοδυτικό άκρο του Συγγιτικού Κόλπου, από εκεί στις Ερμυλίες, ή Ορμύλια, σε μια τοποθεσία λίγα μίλια από τη βορειοανατολική γωνία του Τορωναίου Κόλπου και από το Μολυβόπυργο του Αγίου Μάμα, τοποθετημένα και τα δύο στην ίδια ακτή, το τελευταίο δύο ώρες από την Πόρτα.
    (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.152-153)
  • Τα Άσσα (Assa) πιθανώς καταλάμβαναν μια τοποθεσία με την ονομασία Παλαιόκαστρο, όπου υπήρχαν κάποια κατάλοιπα, και βρίσκονταν στο βόρειο άκρο του Συγγιτικού Κόλπου, περίπου στη μέση της διαδρομής μεταξύ Ιερισσού και Βουρβουρού, και από τον δρόμο για την Πόρτα, περίπου στη μέση της διαδρομής μεταξύ Ερισσού και Ορμύλια. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 153)
  • Ο Ηρόδοτος στην περιγραφή της πορείας του στρατού του Ξέρξη από την εκβολή του Στρυμώνα στην Άκανθο, δηλώνει, ότι αφού πέρασε την Άργιλο και άφησε τον κόλπο του Ποσιδείου στα αριστερά, διάβηκε την πεδιάδα η οποία ονομάζεται Συλεύς, και μετά αφού πέρασε τα Στάγειρα έφθασε στην Άκανθο. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 168)
  • Ο Βρασίδας αφού έπεισε τους κατοίκους της Ακάνθου και των Σταγείρων να αποσκιρτήσουν από την Αθηναϊκή συμμαχία, προέλασε με όλες τις δυνάμεις που μπόρεσε να συγκεντρώσει από τους συμμάχους του, μια νύχτα που χιόνιζε, από τον Βρωμίσκο στην Άργιλο, απ’όπου, υπό την καθοδήγηση των Αργιλίων, προχώρησε πριν το ξημέρωμα στη γέφυρα του Στρυμόνα, η οποία ήταν ελαφρά φρουρούμενη, και αφού την κατέλαβε πέρασαν στην κατοχή του όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Αμφιπολιτών, όσα δεν βρίσκονταν εντός της πόλης. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σ. 195)
  • Ο Απολλόδωρος αποδεικνύει τη σύνδεση ανάμεσα στους βασιλείς των Ηδωνών και στους μύθους των Βάκχων και των Σατύρων. Οι Ορέσκιοι πιθανώς κατοίκησαν τα βουνά πάνω από τον Δραβίσκο, στα οποία βρισκόταν το μαντείο του Βάκχου, ένα επίθετο του οποίου ήταν ορέσκιος . Μεγάλος αριθμός από τα ασημένια νομίσματα της Μακεδονίας και της Θράκης ανήκαν σε πόλεις κοντά σε αργυρωρυχεία . Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες τοποθεσίες στις οποίες βρέθηκαν τέτοιου είδους νομίσματα : Άκανθος, Νεάπολη, Τράγιλος, Όσσα, Βισαλτία, Φίλιπποι. Σε αυτά προστίθενται και τα νομίσματα φέροντα την επιγραφή “Μακεδόνων πρώτης”, τα οποία κόπηκαν στην Αμφίπολη μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση. Στα χρυσά νομίσματα του Φιλίππου εντοπίζουμε τη σημαντική παραγωγή των ορυχείων των Κρηνίδων. (Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 214)
  • Από μια περίεργη διαστρέβλωση της αρχαίας γεωγραφίας η Θεσσαλονίκη και η Βέροια είναι εκκλησιαστικές επαρχίες, ή διοικητικές περιφέρειες της Θεσσαλίας. Έτσι, ο επίσκοπος της Θεσσαλονίκης επονομαζόταν υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Θετταλίας. Αυτός διεκδικούσε τα προνόμια του επιθέτου Παναγιώτατος στην δική του περιφέρεια αλλά οπουδήποτε αλλού είχε μόνο το τίτλο, όπως και οι άλλοι μητροπολίτες, του πανιερώτατου. Οι επισκοπές της δικαιοδοσίας του είναι το Κίτρο, η Καμπανία, η Πέτρα, ο Πλαταμώνας μαζί με το Λυκόστομο, τα Σέρβια, το Αρδαμέρι (Ardhameri),και ο τόπος διαμονής του είναι η Γαλάτιστα, και η Ιερισσός η οποία συμπεριλαμβάνεται στο Άγιο Όρος. (Leake,τόμ.ΙΙΙ,σ.250-251)
  • Τα νομίσματα των Χαλκιδιωτών της Θράκης ίσως αποτελούσαν παραγωγή των ορυχείων των Σιδηροκαυσίων. Η κατοχή τους μπορεί να συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ευημερία της αποικίας. Από την ίδια πηγή ίσως να προέρχεται και το ασήμι που χρησιμοποίησαν οι Ακάνθιοι για τα εξαιρετικά νομίσματα τους. (Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 457)
  • Αν και είναι γενικά εύκολο να αναφέρεται κανείς με το όνομα Χαλκιδική σε όλη τη σπουδαία χερσόνησο που απλώνεται στη νότια κορυφογραμμή του όρους Χορτιάτη, σαν συνέπεια της επιρροής που διέθετε το Χαλκιδικόν γένος κατά τη μεσηβρινή περίοδο της Ελληνικής Ιστορίας, αρχικά στη Χαλκιδική δεν συμπεριλαμβάνονταν η Κρουσίδα αλλά ούτε η επαρχία της Ακάνθου και τα Στάγειρα, οι οποίες αποτελούσαν αποικίες της Άνδρου, ούτε αυτή της Ποτίδαιας, αποικία της Κορίνθου, ούτε ακόμη η Όλυνθος ή η γύρω περιοχή στα βόρεια, η οποία κατοικούνταν από ανθρώπους που είχαν διωχθεί από τους Βοττιείς, δυτικά του Λουδία, στα πρώιμα χρόνια της Μακεδονικής μοναρχίας, και οι οποίοι, όπως φαίνεται από τα νομίσματά τους, στους μεταγενέστερους χρόνους γράφονταν ως Βοττιαίοι, και η χώρα τους Βοττική, για να τους ξεχωρίζουν από τους Βοττεάτες ή τους κατοίκους της Βοττείας ή Βόττεας, μια περιοχή στη δυτική πλευρά του Αξιού. Η κύρια τοποθεσία των κατοίκων της Χαλκιδικής, στα πρώτα χρόνια της αποδημίας τους, φαίνεται να ήταν η χερσόνησος της Σιθωνίας, και το λιμάνι και το φρούριό της η Τορώνη, από όπου και επέκτειναν την δύναμή τους στην ενδοχώρα, μέχρι που κατοίκησαν όλο το τμήμα της Μυγδονίας στα νότια της κορυφογραμμής η οποία εκτείνεται στα δυτικά του Νίσβορο, μαζί με την Κρουσίδα. (Leake, τομ. III, σ. 454-455)</li>
  • Δεν υπάρχει δυσκολία να αντιληφθούμε ότι, όταν η Χαλκιδική ήταν υπόδουλη στη Ρώμη για τρεις και τέσσερις αιώνες η τοπογραφία της χώρας θα έπρεπε να διέφερε από αυτήν που είχε την εποχή της ελευθερίας της. Ο Πτολεμαίος έχει διαχωρίσει όλη την χερσόνησο σε δύο μέρη, στη Χαλκιδική και στην Παραλία. Η Παραλία περιλάμβανε όλη την παραθαλάσσια περιοχή ανάμεσα στον Κόλπο της Θεσσαλονίκης και την Δέριδα, το ακρωτήριο της Σιθωνίας. Για αυτό το λόγο η δυτική ακτή της Σιθωνίας είχε περιληφθεί τότε στην Παραλία και η ανατολική στην Χαλκιδική, μαζί με την Άκανθο, όλη την χερσόνησο της Ακτής, και όλη την παραθαλάσσια περιοχή που περιλαμβάνεται στον Στρυμονικό Κόλπο, τόσο βόρεια μέχρι τον Βρωμίσκο, με εξαίρεση τα Στάγειρα. (Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 460)
  • Στο λόφο της Ιερισσού υπάρχει ένα ερειπωμένο κάστρο του Μεσαίωνα και στην ακτή βρίσκεται ένας ανεμόμυλος, ο μοναδικός που έχω δει στην ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από τα Μέγαρα και εδώ υπάρχει επίσης ένας αρχαίος μεγάλος μώλος, ο οποίος προωθείται σχηματίζοντας μια καμπύλη μέσα στη θάλασσα και παρά το γεγονός ότι είναι κατεστραμένος, συνεχίζει ακόμα να εξυπηρετεί τα πλοία τα οποία διαπλέουν τον Στρυμωνικό Κόλπο. (Leake, τομ. ΙΙΙ, σ. 147)
  • Ο Ηρόδοτος αποκαλεί τη θάλασσα στο βορειότερο άκρο της Διώρυγας του Ξέρξη “Θάλασσα της Ακάνθου”, όπου ο μώλος αποτελεί επαρκή ένδειξη της θέσης του λιμανιού της Ακάνθου και συνεπώς η Άκανθος καταλαμβάνει ακριβώς την τοποθεσία της νεότερης Ιερισσού, σε επαλήθευση του οποίου, βρήκα στην παραθαλάσσια ή στη βορειότερη πλευρά του λόφου πάνω στον οποίο βρίσκεται το χωριό, κάποια κατάλοιπα ελληνικού τειχοποιίας κατασκευασμένης από τετράγωνα τεμάχια από γκρί γρανίτη, των οποίων η πέτρα υπάρχει σ’ ένα αρχαίο λατομείο κοντά στο λιμάνι του Πλατέος.
    Υπάρχουν μερικά κτίρια με παρόμοια κατασκευή σε μια μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα, ιδιαίτερα κοντά σ’ ένα νέο χάνι στο χαμηλότερο σημείο του χωριού. Αυτά φαίνεται πως ανήκαν στα τείχη της πόλης, στο σχηματισμό της Ακρόπολης. (Leake, τομ.ΙΙΙ, σσ. 147-148)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Στην Άκανθο –το σημερινό χωριό ονομάζεται Οζερός-υπάρχουν σωροί από μεγάλα λαξεμένα κομμάτια από γρανίτη. Εκεί βρίσκουμε δυο εκκλησίες –η μία εκ των οποίων είναι κατεστραμμένη-που είναι διακοσμημένες με ένα μοναδικό τρόπο με κόκαλα ανθρώπινα και κρανία, βαλμένα σε μικρά καλάθια που κρέμονται από το γείσο της στέγης και τοποθετημένα σε κάθε άνοιγμα του ναού. Προς την πλευρά της θάλασσας, στο ανατολικότερο σημείο κάτω από το κάστρο υπάρχουν ερείπια των αρχαίων επάλξεων που είχαν κατασκευαστεί και από μικρές πέτρες και από μεγάλα κομμάτια πέτρας. Στην περιοχή υπάρχουν πολλοί υπόγειοι αποθηκευτικοί χώροι για τη διατήρηση σπόρων. Στο κέντρο του ισθμού μια χαμηλή μακριά κορυφογραμμή από εύθρυπτο ασβεστολιθικό πέτρωμα εκτείνεται μέχρι τους λόφους της βόρειας πλευράς. Στο ακραίο σημείο αυτής της κορυφογραμμής βρίσκονται τα ερείπια, πιθανότατα, της Σάνης. Στα βόρεια του καναλιού –κοντά στη δυτική του είσοδο βρίσκεται ένα κατεστραμμένο μετόχι που είχε οικοδομηθεί από λαξεμένο γρανίτη-προφανώς ερείπια μιας αρχαίας πόλης. Ο ισθμός δε μοιάζει να έχει ύψος πάνω από 100 μέτρα ενώ υπάρχει μια συνεχόμενη κοιλότητα είκοσι εως τριάντα ποδών κατά μήκος του καναλιού. (Urquhart,τομ. ΙΙ,σ. 89-90)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Από την Ιερισσό μια κατηφορική οδός που έχει στα αριστερά της 3 υδρόμυλους διέρχεται θέσεως όπου υπάρχουν συκαμνιές και συναντώνται δυο ποτάμια (από τα οποία του ενός το νερό είναι ερυθρό και ως εκ τούτου καλείται Κοκκινόλακκος).Περνώντας από δυο υδρόμυλους των μονών Ιβήρων και Χιλανδαρίου και μια πεδιάδα όπου καλλιεργείται καλαμπόκι και την αποβάθρα που καλείται Κλεισούρι όπου υπάρχουν οικήματα με τρία δωμάτια και 2 παντοπωλεία και αποτελεί το σημείο όπου γίνεται η φόρτωση ξυλείας και κάρβουνου,συναντούμε αμπελώνες και βοσκοτόπια που οδηγούν στην Ιερισσό,η οποία κείται σε ακρωτήριο στην νοτιοδυτική ακτή του ομώνυμου και ασφαλή λιμένα τον οποίο σχηματίζουν το ακρωτήριο Μαρμάρι και Πλατύ που προφυλάσσει το λιμάνι από τους ανατολικούς ανέμους.Στην περιοχή βρίσκεται και η αρχαία πόλη του Δίου. Στο λιμάνι αυτό στις 27 Μαΐου 1821 ο Δ.Παπανικολής από τα αθάνατα Ψαρά επιτέθηκε με ένα πυρπολικό-που το χρησιμοποιούσε για πρώτη φορά-το οποίο είχε κατασκευάσει κάποιος ονόματι Ι.Κ. Πατατούκος εναντίον ενός οθωμανικού δικρότου 74 πυροβόλων, το οποίο κάηκε μαζί με μεγάλο μέρος του πληρώματός του. (Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 519-521)
  • Η κωμόπολη της Ιερισσού βρίσκεται σε ένα γρανιτένιο ακρωτήριο που απέχει από την επιφάνεια της θάλασσας 40 μέτρα και στεφανώνεται από ένα αρχαίο οχυρό.Εκεί διαβιούν 275 οικογένειες σε ισόγειες φτωχικές κατοικίες.Οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία και έχουν 200 αλιευτικά σκάφη που χωρούν 6-8 άτομα ενώ άλλοι ασχολούνται με την καλλιέργεια οπωρικών,δημητριακών,βάμβακος,σουσαμιού και οσπρίων.Στην κωμόπολη υπάρχουν 20 μαγαζιά-από τα οποία 7 καφενεία και 5 πενιχρά εμπορικά-εκκλησία, ένα υπό κατασκευήν σχολείο, 4 σιδηρουργεία και 4 χάνια.Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλα τα σπίτια μπορούν να φιλοξενήσουν ταξιδιώτες προσφέροντας τροφή αντί του ποσού των 4,5 γροσίων ανά γεύμα.Η Ιερισσός υδροδοτείται από δυο φρεάτια και από μια πηγή που βρίσκεται σε ψηλή θέση και ονομάζεται Σταυρακιού,η οποία κείται μεταξύ της κωμόπολης και της βορείως ευρισκόμενης στον κόλπο του Αγίου Όρους Αμουλιανής-όπου συναντάται η θέση Πλατανούδι. (Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 521)
  • Από τη θέση Αγ.Φωκά η οδός αφήνοντας στα δεξιά την οδό που άγει προς το χωριό Αγ.Νικόλαο κινείται ομαλά μέσα από συστοιχία δέντρων και από όρος που έχει τιτανόλιθους το οποίο υψώνεται ανάμεσα σε αυτό τον δρόμο και τη μικρή εκκλησία του Προφ.Ηλία.Μετά από ένα τέταρτο σε ομαλό έδαφος φτάνει σε ύψωμα από όπου φαίνεται το χωριό Μεταγκίτσι. Από εκεί κατηφορικός και χαλικώδης δρόμος οδηγεί στο Μεταγκίτσι.Μέσα από αγρούς και ελαιόδενδρα παρέρχεται από τη θέση Μαρμαρά και κινούμενη ανηφορικά συναντά την οδό από Βραστά προς Μεταγκίτσι που βρίσκεται στο μετόχι Πυργαδίκια της μονής Δοχειαρίου.Από το σημείο αυτό ανηφορική οδός που κινείται σε αμμώδες έδαφος και περνώντας μέσα από πρίνους φτάνει μετά από μισή ώρα στη θέση Μονοδένδρι, που αποτελεί παράρτημα της ιδιοκτησίας της μονής Δοχειαρίου στα Πυργαδίκια. Από εκεί σε ένα τέταρτο φτάνουμε στη θέση Αρούδια (που καλείται έτσι γιατί εκεί υπάρχουν σωρευμένα άρια και δρύες). Ο δρόμος έπειτα γίνεται πολύ κατηφορικός, ώστε ούτε άλογα δεν μπορούν να κατέλθουν και ερχόμαστε σε μικρή ρεματιά με νερό από όπου ξεκινά οδός άγουσα προς Γομμάτι.Άλλη οδός περνώντας μέσα από κούμαρα, πρίνους και αγρούς προσπερνά τις 15 καλύβες που ανήκουν στο χωριό Γομμάτι και περνά το ρέμα Ντιβελέκια όπου υπάρχουν πλάτανοι και μετόχια.Από αμμώδη ακτή στη θέση Πλατανούδι και ανηφορικά μέσα από αγρούς προσπερνά τη θέση Σταυρακιού και κατηφορικά μέσα από αμπελώνες μετά από τρία τέταρτα από το Πλατανούδι φτάνει στην Ιερισσό. (Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 576-578)
  • Από την Ιερισσό ή αρχαία Άκανθο ομαλός δρόμος που αφήνει στα αριστερά του τα μετόχια των μονών Κουτλουμουσίου και Ζωγράφου και στα δεξιά το μικρό μετόχι της μονής Λαύρας φτάνει στη θέση Πρόβλακα που είναι ο ισθμός της χερσονήσου Ακτής ή Αγ.Όρους τον οποίο διόρυξε ο Ξέρξης υπό τις οδηγίες του στην Ιερισσό αποβιώσαντος επιστάτη Αρταχαία του Αχαιμενίδη.Αριστερά και πέντε λεπτά από τη θάλασσα κείται μετόχι της μονής Βατοπεδίου.Από τον Πρόβλακα δρόμος που περνά μέσα από πεδιάδα προσπερνά μετόχι της μονής Ιβήρων μέσα από μικρό δάσος ελιών και αγριελιών και οδηγεί σε μια βρύση που απέχει πέντε λεπτά από τη θάλασσα.Από την αμμώδη ακτή περνά από μετόχι του Χιλανδαρίου που καλείται Κομίτσα και φτάνει στη θέση Ταμπούρια όπου σώζονται οχυρωματικά έργα που ανηγέρθησαν για την ασφάλεια των μονών κατά την Επανάσταση.Πάνω σε λόφο στα αριστερά υπάρχει στρατιωτικός σταθμός που απέχει μια ώρα από τον όρμο Πλατύ όπου υπάρχουν οικοδομήματα που καλούνται Φραγκολιμνιώνας. (Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 600-601)
  • Τα ακρωτήρια Μαρμάρι και Πλατύ απλώνονται και από τις δύο πλευρές της εισόδου του λιμένα της Ιερισσού, στη χερσόνησο Ακτής ή Αγίου Όρους.(Σχινάς, τ. ΙΙ, σ. 492)