Παλαιό Όνομα :Άγιο Όρος
Δήμος :

 


















Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Στην εποχή του Στράβωνα, υπήρχαν μέσα στη χερσόνησο, και πάνω στο βουνό, όχι λιγότερες από πέντε πόλεις οι οποίες αναφέρονται και από τον Ηρόδοτο και από τον Θουκυδίδη. Είναι οι εξής πόλεις : Δίον,Ολόφυξος Ακρόθωοι, Θύσσος ή Θύσος και Κλεωναί. (Clarke,σ. 394)
  • Το βουνό Άθως είναι τόσο απόκρημνο και τραχύ όπως και η κορυφή του Καυκάσου. Παρόλο που αποκαλείται κοινώς Άγιο Όρος, η κορυφή του ακόμα φέρνει το όνομα του Άθωνα. Τα κυρίως μοναστήρια είναι η Αγία Λαύρα,το Βατοπέδι, η μονή Χιλανδαρίου και η μονή Ιβήρων, καθένα από αυτά πληρώνει ετησίως στην τουρκική κυβέρνηση ένα ενοίκιο γύρω στα 100 δολάρια. Αλλά υπάρχουν 16 άλλα που πληρώνουν το καθένα μισό από αυτό το ποσό, λίγο ή περισσότερο, σύμφωνα με τις αξιώσεις της φτώχειας τους, ένα ή δύο είναι τελείως απαλλαγμένα από όλους τους δασμούς και τότε καλούνται Kesim, η τουρκική λέξη που σημαίνει «ελεύθερα από φόρους».
    Το σύνολο των εισφορών που επιβάλλεται στα μοναστήρια του Άθω ισούται με χίλια δολάρια, δεν φτάνουν ούτε στο χιλιοστό το ποσό των δώρων ετησίως που δίνονται σε αυτούς από τους πρίγκηπες και τους ιερείς της Ρωσίας, Μολδαβίας, Βλαχίας και Γεωργίας.
    Τα περισσότερα από τα μοναστήρια μπορούν να εκπροσωπήσουν την ιστορία της ίδρυσής τους, όχι σε μπογιά ή χρώματα, αλλά σε κεντήματα χρυσού και μαργαριταριών και άλλων πολύτιμων λίθων, αναμειγμένα με μοναδική τέχνη και πρωτοτυπία. (Clarke,σ. 392)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Αυτός που θέλει να επισκεφθεί τον Άθω και αποφεύγει την διάβαση ολόκληρης της Χαλκιδικής μπορεί να μεταβεί εκεί μέσω της Καβάλας και των Δαρδανελλίων δια πλοίου. (Isambert, σ.51)
  • Ο Άθως, Άγιον Όρος , ή Monte Sano είναι μεγάλο και βραχώδες ακρωτήριο που διατέμνεται από φαράγγια που έχουν μήκος 40 χιλιόμετρα και εκτείνονται από το βορρά και το νότο και κείται μεταξύ του κόλπου της Κοντέσσας (σήμερα κόλπος της Ρεντίνας) και του Συγγιτικού. Νοτίως καταλήγει στον κυρίως Άθωνα, που είναι ένας ψηλός κώνος από λευκό τιτανόλιθο ύψους 1935 μέτρων. Αυτό το ακρωτήριο είναι γνωστό στην αρχαιότητα με το όνομα Άθως ή Ακτή.Οι Έλληνες έχτισαν εδώ πέντε πόλεις: Το Δίον, τις Κλεωνές, το Θύσσον, το Ολόφυξον και το Ακρόθωον.
    Σύμφωνα με την παράδοση η κτίση των Μονών του Αγίου Όρους ανέρχεται ως τα χρόνια της αυτοκράτειρας Ελένης της μητέρας του Αγίου Κωνσταντίνου. Στους μετέπειτα χρόνους το θρησκευτικό συναίσθημα των αυτοκρατόρων υπήρξε η κυρίως αιτία της ανέγερσης Μονών στο Όρος. Όλες οι εθνότητες δε της Ορθόδοξης Πίστης είχαν την θέληση να αναγείρουν εδώ ένα Μοναστήρι.
    Το Άγιον Όρος έχει 20 Μονές και άπειρες σκήτες, στις οποίες διαμένουν 6.000 καλόγεροι. Οι Μονές διαιρούνται σε κοινοβιακές και σε ιδιόρρυθμες. Διοικούνται δε από από συνέλευση (σύναξη) που συνέρχεται στις Καρυές και συνίσταται από 20 αντιπροσώπους, που εκλέγονται κάθε έτος και από τέσσερις προέδρους, εκ των οποίων ο σημαντικότερος αποκαλείται ως πρώτος. Η σύναξη δεν ασχολείται με τα γενικότερα συμφέροντα του Όρους, αλλά το κάθε Μοναστήρι είναι αυτοδιοίκητο και αυτόνομο.
    Εκτός από τα Μεγάλα Μετόχια, οι Μονές έχουν κτήσεις στην Βλαχία, τη Θάσο, και στα παράλια της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Επίσης κέρδη προσκομίζουν οι Μονές από την καλλιέργεια των δασών, την κατασκευή ελαίου, από ελιές και δαφνοκαρπό, και από τα φουντούκια. Αξίζει να σημειωθεί πως η Μονή Κουτλουμουσίου προσκομίζει 200.000 οκάδες φουντούκια κατ’ έτος. Οι Μονές της Μεγίστης Λαύρας, των Ιβήρων, και του Φιλοθέου εξάγουν 500.000 γρόσια ξύλα. Τέλος οι καλόγεροι εισπράττουν πολλά χρήματα και από την πώληση διαφόρων γλυπτών και άλλων αγιογραφικών εργόχειρων. (Isambert, σ.54-61)
  • Περιδιάβαση στις Μονές του Αγίου Όρους.
    Η συνολική περιδιάβαση απαιτεί περίπου 15 ημέρες. Μέσα σε μία εβδομάδα έχει κάποιος την δυνατότητα να επισκεφθεί ότι το αξιόλογο. Οι μεταβάσεις πρέπει να γίνονται με μουλάρια, διότι οι δρόμοι είναι απρόσιτοι με τα άλογα. Οι Μονές βρίσκονται προς τη θάλασσα από την ανατολική και από τη δυτική πλευρά του Όρους. Θα τις παρουσιάσουμε δε διαδοχικά ξεκινώντας από την κωμόπολη της Ιερισσού.
    Ανάβαση στο Όρος Άθω. Από το Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας η άνοδος και η κάθοδος μπορεί να συμβεί σε διάστημα μιας ημέρας. Το Όρος υψώνεται απότομα πάνω από τη Μονή. Κατ’ αρχάς κάποιος ακολουθεί ένα απότομο μονοπάτι το οποίο διέρχεται μέσα από ένα δάσος από δρυόδεντρα και πευκόδεντρα. Το ίδιο αυτό μονοπάτι απολήγει στο βορειανατολικό πλευρό του Άθωνος. Κατόπιν ανεβαίνουμε ένα φαράγγι κατάμεστο πεύκων ως τη στιγμή που θα φτάσουμε στην εκκλησία της Παναγίας, η οποία έχει χτιστεί κάτω από το κυρίως δάσος, και πιο συγκεκριμένα στις υπώρειες ενός υπερμεγέθους κώνου κάποιου λευκού τιτανόλιθου, ο οποίος και αποτελεί την κορυφή του Όρους. Από εκείνο το σημείο η ανάβαση που οδηγεί εν τέλει στην κορυφή του Άθωνος, που στέφεται από τον Ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως είναι εξόχως δυσχερής μιας που η εν λόγω οδός δεν είναι προσβάσιμη από τα διάφορα κτήνη. Ωστόσο με την λήξη της ανάβασης η κόπωση του εκάστοτε οδοιπόρου κάμπτεται και εξαφανίζεται μπρος στην καλλιέπεια του τοπίου που συναντά. Πιο συγκεκριμένα η θέα προς βορράν και εξής περιλαμβάνει τα βουνά της Σαμοθράκης και τα κατακερματισμένα από τα καταγάλανα νερά θρακικά παράλια των κόλπων της Κοντέσσας και της Καβάλας. Από τα δυτικά πάλι θέωνται με τα μάτια να κοιτάζουν προς τα κάτω τα δύο ακρωτήρια του Λόγγου και της Κασσάνδρας και στο βάθος το βλέμμα κεντρίζεται από τον Όλυμπο και τις περήφανα ιστάμενες χιονισμένες βουνοκορφές του. Τέλος από τα νότια κυριαρχούν περισσότερο τα παράλια της Θεσσαλίας και τα ψηλά βουνά της Όσσας και του Πηλίου.
    Από το Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας κατευθυνόμενος προς τα δυτικά στο σκαμμένο μονοπάτι της βραχώδους ακτής φτάνουμε στην Άγια Άννα, το αναχωρητήριο των ασκητών, το οποίο ανήκει στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. Από εκείνο το σημείο δε ξεκινά η περιδιάβαση των Μονών της δυτικής πλευράς του Όρους. Πρώτη από όλες είναι η Μονή του Παύλου [Ναός Αγίου Γεωργίου]. Απέχει δέκα ώρες με αφετηρία το Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. Χτίστηκε από Βουλγάρους και Σέρβους και έχει 120 Μοναχούς, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι γλύπτες ζωγράφοι και καλλιγράφοι του Όρους. Από εκεί ένα απόκρημνο και δύσβατο μονοπάτι μας φέρνει στη Μονή του Αγίου Διονυσίου [Ιερός Ναός Αγίου Βαπτιστού Ιωάννου]. Χτίστηκε από τον Αλέξιο τον Γ’ το 1375. Από εκεί πάλι ακολουθώντας την παραλιακή οδό φτάνει μέσα σε μία ώρα στη Μονή του Γρηγορίου [Ναός Αγίου Νικολάου]. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε κατά τη 12η εκατονταετηρίδα. Κατόπιν συναντάται η Μονή της Σιμοπέτρας [Ιερός Ναός Χριστού Γέννεσις]. Χτίστηκε κατά την την 13η εκατονταετηρίδα. Επ΄ ακριβώς βρίσκεται σε έναν όρθιο βράχο ξεκομμένο από παντού. Μόνον από την πίσω πλευρά υπάρχει ένα υδραγωγείο όπου τρεις σειρές αψίδων συνδέουν τη Μονή με τη παραλία. Οι πύργοι της προστατεύουν μία απόσταση οκτακοσίων λιμενικών ποδιών. Από εκεί ο δρόμος μας οδηγεί διαδοχικά προς τις Μονές Ξηροποτάμου [ Ιερός Ναός 40 Αγίων Μαρτύρων], Ρουσσικού [Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονος], Ξενόφου [Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου], Δοχειαρίου [Ιερός Ναός Ταξιαρχών] και Κασταμανίτου [Ιερός Ναός Αγίου Στεφάνου]. Από αυτό το Μοναστήρι η οδός στρίβει προς τα βορειοδυτικά και μέσα σε δυόμιση ώρες μας φέρνει στο Μοναστήρι του Ζωγράφου [Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου], που είναι και το τελευταίο της δυτικής πλευράς του Άθωνος. Από αυτή την Μονή η οδός που κατευθύνεται προς τα βορειοανατολικά μας φέρνει σε ένα πέρασμα, στο οποίο έχουμε αναφερθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησής μας, και από το οποίο η Ιερισσός απέχει μόλις επτά ώρες και η οποία αποτελεί την αφετηρία της εκδρομής μας στον Άθωνα. Από εκείνο το σημείο ο περιηγητής μπορεί να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη ή ακολουθώντας μία άλλη μακρύτερη οδό, της οποίας οι προδιαγραφές είναι για να εξερευνήσει κάποιος τη Χερσόνησο της Χαλκιδικής. (Isambert, σ.54-61)
  • Από την Πινάκα μπορεί κάποιος να μην επιστρέψει στον Άγιο Μάμαντα, αλλά να κατευθυνθεί βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης μέσα από μία άγονη και τραχιά χώρα που συντίθεται από εγκαταλελειμένες κώμες και μετόχια του Αγίου Όρους. Η ίδια αυτή γόνιμη χώρα ερειμώθηκε κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Η μονοτονία που παρουσιάζει η περιήγηση σ΄ αυτή την οδό διασκεδάζεται μόνο από τη θέα που συναντούμε βλέποντας τον κόλπο της Θεσσαλονίκης, των παραλίων της Θεσσαλίας και των βουνών του Πηλίου, της Όσσας και του Ολύμπου. Σ’ αυτή την οδό βρίσκονται οι εξής κώμες: Σοφουλάρ, που απέχει τρεις ώρες, Καρυά που απέχει δύο ώρες, και Τζουμπάτ που απέχει τέσσερις ώρες. Στα αριστερά της τελευταίας συναντάμε μετά από λίγο το ακρωτήριο Καραμπουρνού ( Αιναίο) και μέσα από το Σέδες και το Χόρτιατσι φτάνουμε μέσα σε τέσσερις ώρες στη Θεσσαλονίκη.
    (Isambert, σ.63 -64)
  • Η οδός εγκαταλείποντας στα αριστερά ένα χάνι και μια οδό που οδηγεί στον Άθω, τρέπεται προς δυσμάς στην κοιλάδα της Αράστας, που είναι κατάφυτη από πυκνά δάση με βελανιδιές.(Isambert, σ. 26)
  • Με τον όρο Άγιο Όρος ή ιερό βουνό δεν νοείται το όρος Άθως αλλά ολόκληρη η χερσόνησος, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ακτή. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 115)
  • Η κορυφή του ονομάζεται Άθωνας. (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.121)
  • Εκκλησιαστικά το Όρος εξαρτάται άμεσα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.123)
  • Tο μοναστήρι της Λαύρας -αρχικά το ησυχαστήριο του ερημίτη Αθανασίου- ονομαζόταν “η μονή των μελανών” πιθανόν επειδή οι μοναχοί ντύνονταν στα μαύρα ,ώσπου οι οι αυτοκράτορες Νικηφόρος Φωκάς και Ιωάννης Τζιμισκής το επέκτειναν ενώ η περιουσία του αυξήθηκε με τη γενναιοδωρία πολλών λιγότερο σημαντικών ευεργετών.Το κτίσμα είναι ένα ακανόνιστο τετράπλευρο, που βρίσκεται σε μια τοποθεσία όμοια με αυτή της Αγίας Άννας, δηλαδή ακριβώς στους πρόποδες της κορυφής του Άθω, πάνω από ένα γειτονικό ακρωτήριο, την αρχαία Άκραθο, που τώρα ονομάζεται Κάβο Ζμύρνα. (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.128-129)
  • Στη μέση του δρόμου μεταξύ της Λαύρας και του ασκητηρίου της Αγίας Άννας υπάρχει άλλη μία σκήτη που ονομάζεται Καυσοκαλύβια, ομοίως τοποθετημένο στους πρόποδες της κορυφής του Άθω πάνω από τη θάλασσα, όπου υπάρχει μία εκκλησία με πολυάριθμα ασκητικά κελιά. (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.129)
  • Μερικοί από τους ασκητές, κυρίως στην Αγία Άννα, είναι βιβλιοδέτες, ζωγράφοι και ιστορούν εκκλησιαστικές εικόνες. Υπάρχουν και μερικοί καλλιγράφοι, οι τελευταίοι που έχουν απομείνει σε αυτό το επάγγελμα, το οποίο ήταν πολύ διαδεδομένο πριν την ανακάλυψη της τυπογραφίας και ήταν μια πολύτιμη πηγή εσόδων για τους μοναχούς του Άθω. Η σκήτη τίθεται υπό τις οδηγίες ενός μοναχού του μοναστηριού από το οποίο εξαρτάται και ο οποίος έχει πάρει τον τίτλο “δικαίος”. (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.134)
  • Το Όρος παρέχει στους κατοίκους του ξυλεία, καυσόξυλα, λάδι, ελιές, σύκα, καρύδια, χορταρικά, σταφύλια και κρασί, αλλά όσον αφορά το σιτάρι για το ψωμί εξαρτάται εξολοκλήρου από τα μετόχια που βρίσκονται πάνω από τον ισθμό: από τα οποία το Όρος κατέχει όχι λιγότερα από πενήντα πέντε σε παρακείμενες περιοχές στην Μακεδονίας και στο νησί της Θάσου. Το ψάρι είναι το μοναδικό φαγητό από ζώο που επιτρέπεται στην χερσόνησο. Το συνηθισμένο φαγητό συνεπώς μεταξύ των Αγιοριτών, όταν δεν υπάρχει νηστεία, είναι τα λαχανικά, το ψάρι, οι ελιές, και τυρί. Στο Όρος απαγορεύεται να υπάρχουν όλα τα θηλυκά ζώα. Ούτε η αγελάδα, ούτε η προβατίνα, ούτε η γουρούνα, ούτε η χήνα, ούτε η γάτα δεν μπορείς να δεις αλλά φυσικά και τα άγρια ζώα και τα πουλιά τα περιφρονούν, ποντίκια και αρουραίοι πολλαπλασιάζονται και τα καταβροχθίζουν, και είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν τις υποχρεώσεις τους στη βασίλισσα μέλισσα, χωρίς την βοήθεια της οποίας θα μπορούσαν να αποστερηθούν ένα από τα βασικά προϊόντα. (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.135 – 136)
  • Οι αγενείς πιστεύουν, ή προτιμούν να πιστεύουν, αντίθετά με τις αποδείξεις από τις εμπειρίες τους, ότι κανένα θηλυκό πλάσμα δεν μπορεί να ζήσει στην χερσόνησο, και από ιστορίες ναυτικών του Αιγαίου έχω ακούσει σχετικά για γυναίκες που έχουν τιμωρηθεί απευθείας με θανατική ποινή επειδή είχαν το θράσος να αποβιβαστούν εκεί. Στα βοσκοτόπια του Όρους υπάρχουν κυρίως μουλάρια και μικροί ταύροι, βόδια, κριάρια και τράγοι, τα οποία γεννιούνται στα μετόχια πέρα από τον ισθμό, και τα φέρνουν στη συνέχεια εδώ για να μεγαλώσουν και να παχύνουν. Ένα πρόβατο ή μία κατσίκα σκοτώνεται κάπου κάπου στις Καρυές για τον Αγά και για την οικογένεια του, αλλά ακόμη και αυτός δεν δύναται να έχει κανένα θηλυκό όν στο σπίτι του.
    Η συνεισφορά στην Πύλη και στον πασά της Θεσσαλονίκης ήταν περίπου 150 χρυσά γρόσια, από τα οποία καθοριζόταν άθροισμα 7500 πιαστρών(νόμισμα) για μιρί, 9000 για ταχρίρ, και 2200 για χαράτσι. Πέρυσι για το χατισερίφ του Σουλτάνου είχαν δοθεί 7000 στον Πασά της Θεσσαλονίκης, περιορίζοντας τον από κάθε άλλη απαίτηση για χρηματική συνεισφορά. Τα περισσότερα από τα μοναστήρια, αν όχι όλα, είχαν χρέος, για το οποίο δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον, όπως μερικές μεγάλες κοινότητες που βρίσκουν αυτό το τμήμα της ετήσιας υποχρέωσης τους περισσότερο καταπιεστικό σε σχέση με τους άλλους καθορισμένους φόρους και τους τρέχοντες λογαριασμούς τους. ( Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.136)
  • Οι κάτοικοι του Όρους προέρχονται από όλα τα μέρη της Τουρκίας, και πρόκειται κυρίως για άνδρες που βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους, οι οποίοι έχουν αποσυρθεί εδώ με κίνητρα ευσέβειας, ή πιο κοινά, για χάρη σωτηρίας της υπόλοιπης ζωής τους από τον κίνδυνο του τουρκικού δεσποτισμού. Κάθε άνδρας που φέρνει χρήματα μαζί του είναι καλοδεχούμενος, αν είναι μεγάλος δεν γίνεται μάλιστα δεκτός χωρίς αυτά, αλλά η είσοδος επιτρέπεται στους νέους και εργατικούς ελεύθερα, και αφού έχουν προσφέρει εργασία για μερικά χρόνια ως κοσμικοί, γίνονται δεκτοί στη συνέχεια ως καλόγεροι.(Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.136)
  • Οι τρόφιμοι του Όρους Άθως προέρχονται φυσικά από όλα τα μέρη της Τουρκίας, και πρόκειται κυρίως για άνδρες που βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους, οι οποίοι έχουν αποσυρθεί εδώ από κίνητρα ευσέβειας ή πιο συχνά χάριν σωτηρίας της υπόλοιπης ζωής τους από τους κινδύνους του Τουρκικού δεσποτισμού. Κάθε άνδρας που φέρνει χρήματα μαζί του είναι καλοδεχούμενος, αν είναι μεγάλος μάλιστα δεν γίνεται δεκτός χωρίς αυτά ενώ η είσοδος επιτρέπεται στους νέους και εργατικούς ελεύθερα, οι οποίοι αφού θα έχουν προσφέρει εργασία για μερικά χρόνια ως κοσμικοί, γίνονται δεκτοί στη συνέχεια ως καλόγεροι.Οι άνθρωποι αυτοί ψάχνουν τα μέσα για να ζήσουν, άρα προέρχονται κυρίως από τις χαμηλότερες τάξεις. Πολλοί από αυτούς σε ορισμένες περιόδους της ζωής τους ήταν αναγκασμένοι να ζουν σαν φυγάδες εξαιτίας των αδικημάτων που είχαν διαπράξει ή από το φόβο της τουρκικής εκδίκησης είτε δίκαιης είτε άδικης.Αυτό που συμβαίνει συνήθως σήμερα, μολονότι ήταν προφανώς διαφορετικά κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας,είναι πως πολλοί λίγοι από τους μοναχούς του κάθε μοναστηριού γνωρίζουν κάτι άλλο πέρα από τη λειτουργία ενώ οι υπόλοιποι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να διαβάσουν τους εκκλησιαστικούς ύμνους. Κάποιοι άλλοι,που στο παρελθόν είχαν γίνει Μουσουλμάνοι, αργότερα το μετάνιωσαν και κατέφυγαν σε αυτό το μέρος ως το μοναδικό στο οποίο θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην εκκλησία και να σώσουν ταυτόχρονα και τους εαυτούς τους από την τιμωρία η οποία περίμενε τους Τούρκους αποστάτες. Δεν είναι πολύς καιρός από τότε που ένας νεαρός Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη ήρθε στο Όρος για να ασπαστεί τον Χριστιανισμό και τη μοναστική ζωή, αλλά μόλις χειροτονήθηκε , επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί έγινε αποδέκτης γενναίων προσφορών από άλλους Εβραίους για να απαρνηθεί τον Χριστιανισμό. (Leake,τομ. ΙΙΙ, σ.137)
  • Το κανάλι της Ιερισσού μοιάζει να μην έχει περισσότερο από 60 πόδια πλάτος. Καθώς η ιστορία δεν κάνει καμία αναφορά για εργασίες αποκατάστασης του καναλιού μετά την εποχή του Ξέρξη, τα νερά από τα τριγύρω υψώματα είχαν με φυσικό τρόπο γεμίσει με χώμα το κανάλι στο πέρασμα των χρόνων. Θα μπορούσε ωστόσο, χωρίς μεγάλο κόπο, να βελτιωθεί.Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, καθώς ο φόβος των Ελλήνων καραβοκύρηδων εξαιτίας της ισχύος και της ακαθόριστης κατεύθυνσης των θαλάσσιων ρευμάτων γύρω από το Όρος Άθως και των θυελλωδών ανέμων και των κυμάτων της θάλασσας είναι αρκετά μεγάλος. Τα φαινόμενα αυτά επηρέαζαν τις περιοχές που γειτνίαζαν με το βουνό και διαρκούσαν για περίπου έξι μήνες ετησίως ενώ έμοιαζαν περισσότερο τρομακτικά εξαιτίας της έλλειψης λιμανιών στον Κόλπο του Ορφανού, έτσι ώστε δεν μπόρεσα όσο καιρό ήμουν στην χερσόνησο, και μολονότι προσέφερα μια υψηλή τιμή, να πείσω κανένα βαρκάρη να με μεταφέρει από την ανατολική πλευρά της χερσονήσου στη δυτική ή ακόμη από τη μονή Ξηροποτάμου στο Βατοπέδι.Ο Ξέρξης ,άρα, απόλυτα δικαιολογημένα προχώρησε στη δημιουργία αυτού του καναλιού, για την ασφάλεια που παρείχε στο στόλο του και τη διευκόλυνση των εργασιών του καθώς και για τα πλεονεκτήματα του εδάφους, τα οποία φαίνεται πως σαφώς υποβοηθούσαν ένα τέτοιο εγχείρημα. (Leake,τομ. ΙΙΙ,σ.145)
  • Στο άνοιγμα της κορυφογραμμής βρίσκεται ένα άλλο μετόχι, το οποίο ανήκει σ’ ένα από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μισό μίλι πιο πέρα από αυτό, σε ένα ύψωμα που συνορεύει με την κορυφογραμμή, βρίσκεται η Ερισσός ή Ιερισσός που αποτελείται από 150 διασκορπισμένα σπίτια, τα οποία κατοικούνται εξολοκλήρου από Έλληνες και από τα οποία εκείνα που είναι πιο κοντά στη θάλασσα είναι περίπου ένα τέταρτο του μιλίου απόσταση από αυτό και μισή ώρα από το Βατοπεδινό μετόχι.
    (Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ.147)
  • Μεταξύ πολλών αρχαίων νομισμάτων, τα οποία έχω αγοράσει από ανθρώπους της Ιερισσού και τα οποία όλα έχουν βρεθεί επί τόπου ή σε χωράφια που καλλιεργούνταν από τους χωρικούς, εκείνα της Ακάνθου είναι τα πιο πολυάριθμα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλα και διασώζονται από πολύ μακρινές εποχές, τα ασημένια από την μακρινή αρχαιότητα, ενώ εκείνα από χαλκό είναι γενικά των πιο πρόσφατων χρόνων. Τα επόμενα σε αριθμό, μετά τα νομίσματα της Ακάνθου, είναι εκείνα της Ουρανούπολης ή της “Ουρανίδων πόλεως”, όπως εγγράφεται το όνομα της πόλης πάνω σε αυτά τα νομίσματα. Για το μέρος αυτό η ιστορία δεν μας έχει αφήσει καμία πληροφορία, εκτός από το ότι είχε ιδρυθεί από τον Αλέξαρχο, τον αδερφό του Κασσάνδρου, του βασιλιά της Μακεδονίας. Πιθανότατα καταλάμβανε την ίδια τοποθεσία με τη Σάνη,καθώς ο Πλίνιος, ο μοναδικός συγγραφέας πέρα από τον Αθήναιο που την ονόμασε Ουρανούπολη, δεν είχε συμπεριλάβει τη Σάνη μεταξύ των πόλεων του Άθω. (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ. 148-149)
  • Για την τοποθεσία των τεσσάρων άλλων πόλεων της Ακτής δεν έχουμε κανένα στοιχείο για να σχηματίσουμε γνώμη παρά μόνο από την τάξη με την οποία αναφέρονται από τέσσερις συγγραφείς.Αλλά, δυστυχώς, δεν συμφωνούν όλοι με τη σειρά αυτή και μια σύγκριση μεταξύ τους, όπως συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες καταστάσεις, δεν οδηγεί καθόλου σε σίγουρα συμπεράσματα. Ο Σκύλαξ, του οποίου οι πληροφορίες προέρχονται από έναν περίπλου, πρέπει να είναι η πιο αξιόπιστη πηγή. Ο Σκύλαξ έχει ταξινομήσει τις πόλεις με τον ακόλουθο τρόπο, παραπλέοντας από την Τορώνη : Δίον, Θύσσος, Κλεωναί, το Όρος Άθως, Χαραδρίαι, Ολόφυξος και μετά η Άκανθος, από όπου μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η Θύσσος και οι Κλεωναί ήταν στη νότια πλευρά ενώ οι Χαραδρίαι και η Ολόφυξος στη βόρεια ακτή. (Leake, τομ.ΙΙΙ,σ. 150-151 )
  • Οι Τούρκοι ήταν πιθανότατα ανήσυχοι ότι το Άγιο Όρος πλήρωνε πολύ λιγότερο σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων που ζούσαν εκεί, αλλά όντας η κατοικία ατόμων αφιερωμένων στη θρησκεία, δικαιούνταν να απολαμβάνουν τουρκικά προνόμια.(Leake, τόμ. ΙΙΙ, σ. 252)
  • Ο Στέφανος, ο οποίος απαριθμεί πέντε πόλεις με αυτό το όνομα, σιωπά ως προς το αν υπάρχει πόλη με αυτό το όνομα στη Θρακική Χαλκιδική και ο Εύδοξος, τον οποίο αντιγράφει, απλώς περιγράφει τη Χαλκίδα ως την ακτή η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο Άθως και την Παλλήνη. (Leake, τομ. III, σ. 456)
  • Η δεύτερη Μακεδονία περιλάμβανε όλη την περιοχή ανάμεσα στον Στρυμόνα και τον Αξιό εκτός από τη Σιντική και τη Βισαλτία και εκτεινόταν από τις πηγές των δύο ποταμιών μέχρι εκεί που έφταναν τα σύνορα του βασιλείου της Μακεδονίας. Η στροφή προς τα ανατολικά του Στρυμόνα κάτω από τις Σέρρες αποδεικνύει αμέσως γιατί η Σιντική και η Βισαλτία είχαν εξαιρεθεί από τις περιοχές ανάμεσα στο Στρυμόνα και στον Αξιό και εντάσσονταν στην πρώτη Μακεδονία αντί για τη δεύτερη. Η δεύτερη περιοχή ήταν η πιο εύφορη και πιο γνωστή από τις τέσσερις περιοχές και κανένα τμήμα της Μακεδονίας δεν συγκρινόταν σε ευφορία και σε άλλα πλεονεκτήματα με τη Μυγδονία, τη Χαλκιδική και τις τρεις γειτονικές χερσονήσους όπου ο ιστορικός σημειώνει ιδιαίτερα την παραγωγική Παλλήνη και τους απάνεμους ορμίσκους της Τορώνης και του Άθω. Το όνομα Αενεία, το οποίο ο Λίβιος αποδίδει στο λιμάνι του Άθω δεν το συναντάμε σε κανέναν άλλο συγγραφέα, ούτε είναι σίγουρο σε ποιο από τα λιμάνια της Ακτής αναφέρεται.
    (Leake,τομ.ΙΙΙ,σ.483-484)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.

  • Μοναστήρια Αγίου Όρους: Υπάρχουν 24 μοναστήρια• τα κυριότερα είναι Χιλανδάρι, Συμεών, Βατοπέδι, Παντοκράτορα, Ιβήρων- αυτά είναι στην ενδοχώρα• Λάβρα, Αγίου Παύλου, Διονυσίου Γεωργίου, Αρχαγγέλου και Κασταμονίτου, βρίσκονται στην πλαγιά του βουνού, προς το Αιγαίο, στεκούμενα σε κοινή θέα από το βράχο και χαιρετιούνται από τους περαστικούς ψαράδες, ναύτες και πειρατές.(Urquhart,τομ. ΙΙ,σ. 112)
  • Ο καπετάνιος του Αγίου Όρους διατηρούσε και το αξίωμα του καπετάνιου της Κασσάνδρας. Είχε επιλεγεί από τους μοναχούς ανάμεσα από τους κλέφτες της περιοχής και είχε λάβει ένα φιρμάνι από την Πύλη και ένα Μπουγιουρντί από τον Πασά που τον καθιστούσε Αρματολό. Αυτός και οι άνδρες του είχαν απαλλαγεί από την καταβολή φόρων και τους είχε ανατεθεί η προστασία του Αγίου Όρους. Η ομάδα του αποτελούνταν από 25 άνδρες που έπρεπε να διατηρούν την τάξη και να προστατεύουν την περιοχή από καταστροφές. (Urquhart,τομ. ΙΙ,σ. 116)
  • Υπάρχει ένα μικρό νησί στον κόλπο του Αγίου Όρους που οι Έλληνες το ονομάζουν «Αμιλιάρι» ενώ οι Τούρκοι «Εσκί Αντασί».(Urquhart,τομ. ΙΙ,σ. 33)
  • Τα σπουδαιότερα μοναστήρια είναι περίπου είκοσι, εκτός από τα πολυάριθμα καλογερικά χωριά και τα ερημητήρια.
    Όλα τα μοναστήρια έδειχναν πως ήταν καλά οχυρωμένα και τα περισσότερά τους έχουν έναν τοίχο που φτάνει σε αρκετό ύψος. Τα μέρη όμως που φαίνονταν κατοικήσιμα ήταν φτιαγμένα από ξύλο, βαμμένα σκούρα κόκκινα ή καφέ ενώ τα πατώματα προεξείχαν, στηριγμένα σε μακριά δοκάρια που είχαν μία κλίση προς τα επάνω.
    Ένα από τα μοναστήρια καταλαμβάνει μια δεσπόζουσα θέση• στέκεται ακριβώς πάνω σε ένα σκούρο βράχο που η μία πλευρά του κατηφορίζει απότομα από τη βάση του ψηλού πέτρινου τοίχου, σχηματίζοντας έναν τρομερό γκρεμό. Από την άλλη πλευρά το βουνό χαμηλώνει με μία μακριά σειρά από κλιμακωτά αμπέλια. Τα περισσότερα μοναστήρια έχουν κάτω στην ακτή έναν ισχυρό πύργο, φρουρό της τοποθεσίας από τη θάλασσα, και πολλά πρέπει να είναι απροσπέλαστα σχεδόν από κάθε πλευρά. (Walker,σ.12-13)


Δεν υπάρχει περιεχόμενο για τον συγκεκριμένο περιηγητή για να καταχωρηθεί.