• Υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη Εβραίοι που ντύνονται σαν Τούρκοι αλλά πιστεύουν στον Ιουδαϊσμό και τους αποκαλούν «ντονμέδες» ή «ψευδο-αποστάτες».Είναι περίπου 500 οικογένειες.( Cousinery,τομ.Ι,σ. 19-20)
  • Άλλη μία κατηγορία γυναικών που διακρινόταν και διέφερε από τις υπόλοιπες στη Θεσσαλονίκη ήταν αυτή των Ντονμέδων. Πριν διακόσια πενήντα χρόνια ένας άνδρας εμφανίστηκε στους Εβραίους και τους είπε ότι είναι ο Μεσσίας. Οι Τούρκοι τότε προσπάθησαν να τον δοκιμάσουν και τον πρόσταξαν να κάνει ένα θαύμα. Αυτό ήταν αδύνατο από τη στιγμή που και ο ίδιος γνώριζε ότι δεν ήταν ο Μεσσίας. Έτσι, εκείνος ο Εβραίος στράφηκε στον ισλαμισμό και καθώς είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη επιρροή στους οπαδούς του, τον ακολούθησαν και αυτοί στο Ισλάμ. Όμως, ο Τούρκος περιφρονεί αυτόν που αλλάζει την πίστη του και ως αποτέλεσμα οι Ντονμέδες-παρ’ότι μουσουλμάνοι-δεν είχαν δικαίωμα να συνάπτουν γάμους με άλλους μουσουλμάνους και παρόλο που ήταν Εβραίοι στην καταγωγή κανείς Εβραίος δεν επιδίωκε επαφή μαζί τους. Έτσι οι Ντονμέδες αποτέλεσαν μια ξεχωριστή τάξη. Δεν υπερέβαιναν τις 10.000 και το αρχηγείο τους ήταν στη Θεσσαλονίκη. Εξοστρακισμένοι από Εβραίους και Τούρκους, οι Ντονμέδες -ζώντας στην απομόνωσή τους- είχαν γίνει πολύ έξυπνοι και οξύνοες και ήταν οι πιο ευφυείς επιχειρηματίες. Ήταν από τους πιο πλούσιους μέσα στην πόλη. Επιπλέον, ήταν καλλιεργημένοι με σωστή ανατροφή και απέπνεαν έναν αριστοκρατικό αέρα που δεν μπορούσε κανείς να βρει σε άλλους. Οι γυναίκες είχαν ωχρά και σκεφτικά πρόσωπα με τη φινέτσα του αλάβαστρου. Τα μάτια τους είναι μεγάλα ,μαύρα και ονειροπόλα ενώ οι ίδιες είναι ψηλές ,όμορφες και νωχελικές. Ο τρόπος που συνδυάζουν την αυστηρότητα στο ντύσιμο –που επιβάλλεται από τον ισλαμισμό-με την χαρακτηριστική αγάπη των Ισραηλιτισσών για την κομψότητα είναι πολύ εφευρετικός.Φορούν πάντα μαύρα και το κάλυμμα της κεφαλής τους είναι ένα λεπτό σάλι.Ο τρόπος ραφής και τα στολίδια των ρούχων τους είναι εξαίσια.Το κάλυμμα της κεφαλής το τοποθετούν με γούστο στο κεφάλι τους ενώ αφήνουν τους βραχίονες τους ακάλυπτους.Μαύρες βεντάλιες ανεμίζουν και κρατιούνται ψηλά-όχι πάντα με μεγάλη αυστηρότητα όταν η κυρία είναι όμορφη και το γνωρίζει, κι αυτό είναι γενικά που συμβαίνει-ώστε να κρύβεται το γυναικείο πρόσωπο από τα μάτια των ανδρών.Όλα ,λοιπόν, είναι μαύρα στην αμφίεση των γυναικών των Ντονμέδων αλλά η χάρη και κομψότητα που αποπνέουν τις κάνει να διακρίνονται. (Frazer, σ. 187-188)
  • Το δόγμα των Ντονμέ ιδρύθηκε από κάποιον ονόματι Σαμπετάι Σεβή, ο οποίος πριν από αιώνες εμφανίστηκε στην Αδριανούπολη ως προφήτης διαδίδοντας πως κάνει θαύματα.Η παρουσία του προκάλεσε μεγάλη αίσθηση.Άλλοι από τους ομοθρήσκους του πίστεψαν το νέο προφήτη ενώ άλλοι τον αποκήρυξαν ως απατεώνα. Η αναταραχή πήρε τέτοιες διαστάσεις ,ώστε οι Αρχές αναγκάστηκαν να επιληφθούν της κατάστασης.Ο Σαμπετάι Σεβή κλήθηκε στην Πόλη και ανακρίθηκε από το Σουλτάνο. Ενώπιον της φοβερής παρουσίας του Πατισάχ, ο προφήτης έχασε το θάρρος του και σπεύδοντας να σώσει τον εαυτό του δήλωσε πως η αληθινή του αποστολή ήταν να στρέψει τους Εβραίους στον Ισλαμισμό. Ο Σουλτάνος πήρε τοις μετρητοίς τα λεγόμενά του και τον υποχρέωσε να δώσει ο ίδιος πρώτος το καλό παράδειγμα με το να ασπαστεί τον ισλαμισμό. Τριακόσιες οικογένειες τον ακολούθησαν αλλά το προφητικό του ένστικτο τον προειδοποίησε πως δεν ήταν σώφρον να γυρίσει στην Αδριανούπολη. Αντίθετα, πήγε στη Σμύρνη και έδωσε εντολή στους οπαδούς του να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη και εκεί να περιμένουν την επιστροφή του. Ακόμη τον περιμένουν.Λέγεται πως οι απόγονοι εκείνων των προσήλυτων εξακολουθούν να στέλνουν κάθε βράδυ κάποιον στην προκυμαία με ένα φανάρι προκειμένου να οδηγήσει τα βήματα του περιπλανώμενου Εβραίου στην ακτή. Στο μεταξύ το ποίμνιο που είχε εγκαταλειφθεί από τον ποιμένα του έγινε έρμαιο δογματικών διενέξεων οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία τριών ελάσσονων δογμάτων υπό την καθοδήγηση τριών από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του προφήτη, καθένας από τους οποίους ήταν πεπεισμένος και κατάφερε να πείσει και άλλους ότι μόνο αυτός ακολουθούσε τη διδασκαλία του δασκάλου του. Η διαίρεση εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. (Abbott, σ. 23-24)