• Ο παππούς του Μωχάμεντ Αλί ή Δράμαλη Πασάς είχε παντρευτεί μια γυναίκα ιδιαιτέρως ξεχωριστή αλλά αφού αυτή του έδωσε ένα γιο άρχισε ο ίδιος να νιώθει αποστροφή για τη σύζυγο του και  απομακρύνθηκε από αυτήν. Έπειτα  αγόρασε από την Κων/πόλη διαδοχικά διάφορες Γεωργιανές σκλάβες, τρεις από τις οποίες του χάρισαν από ένα γιο. Ο παππούς του Δράμαλη πασά πέθανε δίχως να έχει αφήσει διαθήκη και αυτό έγινε η αρχή προβλημάτων ανάμεσα στους απογόνους του. Κάθε σύζυγος ήθελε  να θέσει υπό τον έλεγχο της την οικογενειακή περιουσία και έτσι τα μέγαρα του Πασά έγιναν θέατρο λεηλασιών και διαξιφισμών, τους οποίους  οι απόγονοι  του Πασά λόγω της νεαρής τους ηλικίας αλλά και του σεβασμού προς τις μητέρες τους δε μπορούσαν να τους σταματήσουν. Αναπόφευκτα, η έχθρα των συζύγων πέρασε και στα παιδιά και επειδή τα εξέχοντα μέλη  της τότε κοινωνίας περιφρονούσαν  το δικαστήριο αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους  με τα όπλα. Ο μεγαλύτερος  σε ηλικία  και ο πιο λυσσαλέος από τα τέσσερα αδέλφια έστησε ενέδρα στην καμάρα ενός μιναρέ και σκότωσε με μια καραμπίνα τον δεύτερο αδελφό καθώς αυτός διέσχιζε ανύποπτος το δρόμο.  Μετά το  φόνο, τα άλλα δύο αδέλφια ενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον πρώτο αδελφό. Ο μεγαλύτερος ανάμεσα στα δύο αδέλφια έγινε ο τελικός κυρίαρχος της περιοχής αλλά πέθανε μετά από μακρά ασθένεια και τη θέση του πήρε ο τελευταίος αδελφός, ο πατέρας του Μωχάμεντ, ο οποίος ήταν ακόμη αρκετά νέος όταν ο γιός του  τον διαδέχτηκε. Η Πύλη δεν αναμείχθηκε  στην ενδοοικογενειακή διαμάχη, καθώς δεν επιθυμούσε να έρχεται σε σύγκρουση με ισχυρούς τοπάρχες το στρατό των οποίων  χρησιμοποιούσε σε πολεμικές συγκρούσεις. Γενικότερα, υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα συμπεριφορών κρατικών αξιωματούχων που έμειναν ατιμώρητα σε μια αυτοκρατορία όπου οι φεουδάρχες μάχονταν διαρκώς την κεντρική εξουσία, γεγονός που αντίκειτο στο δημόσιο συμφέρον. (Cousinery, τομ.ΙΙ, σ. 8 – 10)
  • Ο Τοσσούν αγάς έλαβε διαταγή  να ηγηθεί μιας δύναμης πολλών εκατοντάδων ανδρών. Δεν είχε όμως προχωρήσει στις κατάλληλες πολεμικές προετοιμασίες ελπίζοντας ότι με το χρήμα  θα κέρδιζε την εύνοια του βεζίρη. Έλπιζε να βρει έναν άνδρα ισχυρό που θα τον βοηθούσε σε αυτή την περίσταση και τελικά στράφηκε στον μπέη της Δράμας. Ο μπέης λόγω της ασθένειας του έστειλε τον υφιστάμενο του ως βοηθό. Ωστόσο, παρόλο που ο μπέης του είχε υποσχεθεί να του δώσει άνδρες για το στρατό του και να γράψει επιστολή προς το βεζίρη υπερασπιζόμενος τον Τοσσούν αγά, ο βοηθός του  από φθόνο για το καλό όνομα του Τοσσούν αγά και της περιουσίας που είχε στους Φιλίππους αντί να γράψει καλά λόγια  τον κατηγόρησε στο βεζίρη για ανυπακοή και απείθεια στις διαταγές του. Ο Τοσσούν αγάς δίχως να γνωρίζει ότι εξαιτίας του υπασπιστή του μπέη ο βεζίρης εξοργισμένος είχε δώσει εντολή για την εκτέλεση του, αποφάσισε να παρουσιαστεί στο μπέη της Δράμας μόνο με τέσσερις από τους άνδρες της φρουράς του. Ωστόσο, οι στρατιώτες του μπέη γνωρίζοντας το χαρακτήρα του αγά δεν τολμούσαν να τον εκτελέσουν και έτσι τον παρέδωσαν στους άνδρες του σερντάρ (στρατιωτικός αξιωματούχος), οι οποίοι οδήγησαν  τον αγά έξω από την πόλη σε μια ορεινή περιοχή και τον αποκεφάλισαν. Απόγονος του μπέη της Δράμας υπήρξε ο Δράμαλη πασάς, διοικητής του Μοριά ενώ ο Τοσσούν αγάς ήταν ο θείος του Μωχάμετ  Άλη της Αιγύπτου που γεννήθηκε στην Καβάλα. (Cousinery, τομ.ΙΙ, σ. 63 – 65)